Οι αντιθέσεις στο «Αμάρτημα της μητρός μου» οροθετούν την αναζήτηση του νοήματος, προσδιορίζουν συμπεριφορές, διαφωτίζουν αιτίες και σηματοδοτούν την εξέλιξη της πλοκής.
Σας δίνονται κάποιες από αυτές
α) ενικού και πληθυντικού: «ἡ Ἀννιώ» - «ἡμεῖς», «ἡμᾶς» «ἤθελεν», «ἐπήγαινεν» - «ἤμεθα», «εἴχομεν».
β) θανάτου και ζωής: ο νεκρός πατέρας, «μας ἐνέδυε χρησιμοποιοῦσα τά φορέματα τοῦ μακαρίτου πατρός μας» - «Ἀφ' ὅτου ἀπέθανεν ὁ πατήρ μας» - «ἐχήρευσε»: η παρουσία της ζωντανής μητέρας και των παιδιών της),
γ) κοριτσιού (Αννιώς) και αγοριών: ο πρωτότοκος Χρηστάκης, ο αφηγητής Γιωργής, ο υστερότοκος Μιχαήλος,)
δ) γνώσης και πλάνης: παρότι γράφει το διήγημα σε μια μεταγενέστερη χρονική στιγμή, κατά την οποία γνωρίζει την αλήθεια για την ύπαρξη και άλλης αδερφής εκτός της Αννιώς, εντούτοις προτιμά την παράθεση των γεγονότων υπό το πρίσμα της πλάνης του. Πρόκειται για σκόπιμη πλάνη «Ἄλλην ἀδελφήν δέν εἴχομεν παρά μόνον τήν Ἀννιώ»).
ε) συναισθήματος και αγαθών προθέσεων από τη μια και πράξεων διάκρισης από την άλλη: ο συγγραφέας εξαρχής σπεύδει να απενοχοποιήσει τη μητέρα του για τη συμπεριφορά της ««.Ἀλλ' ἡμεῖς ἐγνωρίζαμεν, διότι ἡ ἐνδόμυχος τῆς μητρός ἡμῶν στοργή διετέλει ἀδέκαστος καί ἴση πρός ὅλα της τά τέκνα» - «Ἀλλ' ἀπ' ὅλους περισσότερον τήν ἠγάπα ἡ μήτηρ μας. Εἰς τήν τράπεζαν τήν ἐκάθιζε πάντοτε πλησίον της καί ἀπό ὅ,τι εἴχομεν ἔδιδε τό καλύτερον εἰς ἐκείνην. Καί ἐνῶ ἡμᾶς μάς ἐνέδυε χρησιμοποιοῦσα τά φορέματα τοῦ μακαρίτου πατρός μας, διά τήν Ὰννιώ ὴγόραζε συνήθως νέα.» «Ὡς καί εὶς τά γράμματα δέν τήν ὲβίαζεν.» «Ἂν ἤθελεν, ἐπήγαινεν εἰς τό σχολεῖον, ἄν δέν ἤθελεν, ἔμενεν εἰς τήν οἰκίαν. Πράγμα τό ὁποῖον εἰς ἡμᾶς διά κανένα λόγον δέν θά ἐπετρέπετο»).
δ) ευσέβειας και δεισιδαιμονιών: «Ἡ μήτηρ μου ἦτο μᾶλλον εὐλαβής παρά δεισιδαίμων» - «πότε μετέβαινεν εἰς τάς πλησιοχώρους ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων κατά τύχην ἐτελεῖτο ἡ μνήμη, κομίζουσα λαμπάδα κίτρινου κηροῦ, χυμένην ἰδίοις αὐτῆς χερσί, καί ἴσην ἀκριβῶς πρός τῆς ἀσθενοῦς τό ανάστημα». «Πλησίον εἰς τόν σταυρόν, ἐπί τοῦ στήθους τῆς Ἀννιῶς, ἐκρέμασεν ἕν χαμαγλί, μέ μυστηριώδεις ἀραβικάς λέξεις. Τά ἁγιάσματα διεδέχθησαν αἱ γοητεῖαι, καί μετά τά εὐχολόγια τῶν ἱερέων ἦλθον τά «σαλαβάτια» τῶν μαγισσῶν».
ζ) αγάπης και ενοχής: η συμπεριφορά της μητέρας είναι μια συμπεριφορά προκλητικής αγάπης προς την κόρη, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά της προς τα αγόρια της, πηγάζει όμως (γεγονός που δε γίνεται από την πρώτη ακόμη ενότητα γνωστό) από τα συναισθήματα ενοχής για τη διάπραξη του ακουσίου κατά το παρελθόν αμαρτήματος της.
η) αγωνίας και εξιλέωσης: η μητέρα μέσα από ψυχικές συγκρούσεις και με μια διαρκή αγωνία προσπαθεί να εξιλεωθεί για το αμάρτημά της και ο Γιωργής βρίσκεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να ανακαλύψει τη μητρική αγάπη και όταν πληροφορείται το τραγικό μυστικό της μητέρας να εξιλεωθεί για τον πόνο που της προκάλεσε με τη συμπεριφορά του.
θ) ζευγαριών ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας με την κόρη στον τάφο, και η μητέρα με το γιο της στη ζωή.
Γι’ αυτή την αντίθεση είναι χαρακτηριστικά όσα γράφονται από το Βαγγέλη Αθανασόπουλο: «[...] Τελικώς, τη νύχτα εκείνη αντί να έρθει με το πνεύμα του ο πεθαμένος πατέρας για να γιατρέψει την Αννιώ, αυτή πεθαίνει και πάει να συναντήσει τον πατέρα της. Με τον τρόπο αυτόν οι πρωταγωνιστές αυτού που η φροϋδική θεωρία ονόμασε «οικογενειακό μυθιστόρημα νευρωτικών «χωρίζονται σε δύο ζευγάρια -ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας με την κόρη του στον τάφο, και η μητέρα με το γιο της στην ενοχοποιημένη ζωή. Η ενοχή των δύο ζωντανών τοποθετείται σε σχέση με το ίδιο πρόσωπο, αλλά από διαφορετική ο καθένας σκοπιά: η μητέρα είναι ένοχη επειδή σκότωσε κατά λάθος την πρώτη κόρη, και επειδή, τιμωρώντας την ο Θεός για την αμαρτία της εκείνη, αφαιρεί τη ζωή και της δεύτερης κόρης· ο γιος είναι ένοχος επειδή πρώτα γεννήθηκε αντί της δεύτερης κόρης, και μετά επειδή δεν την υποκατέστησε στο θάνατό της»
ι) αμαρτία - λύτρωση, μια λύτρωση που δεν έρχεται ποτέ.
ια) ήθος/ έθος- ορθός λόγος: ο ορθολογισμός του ενήλικα Γιωργή-αφηγητή αντικατοπτρίζεται στην ειρωνεία, στη διακριτική απόσταση που κρατάει απέναντι στις λαϊκές δοξασίες)
ιβ) συνειδητό- ασυνείδητο
ιγ) λόγος- σιωπή: τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτό το οικογενειακό δράμα, σε αυτό το ψυχόδραμα, αν και δεμένα με συγγένεια «πρώτου βαθμού» (τον πιο στενό δεσμό που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί), στην πραγματικότητα δεν επικοινωνούν, μονολογούν· δε σχετίζονται, αποκλείουν το ένα το άλλο· δε συνυπάρχουν, ζουν περίκλειστα στη μονήρη σιωπή τους)
ιδ) σχέση/απόσχιση ατόμου- κοινωνικής ομάδας: τον κοινωνικό περίγυρο εννοούμε. Η μητέρα, αν και ζει σε μια κοινωνία άκρως συντηρητική, αναγκάζεται «να εξέλθει της οικίας» για να βοηθήσει την μικρή Αννιώ.
ιε) το Εγώ που βιώνει- το Εγώ που αφηγείται.
Νομίζω όμως ότι η πιο ουσιώδης και χαρακτηριστική αντίθεση βρίσκεται στο τέλος του διηγήματος: «οἱ ὀφθαλμοί της ἐπληρώθησαν δακρύων καί ἐγώ ἐσιώπησα»
Ό,τι διαδραματίζεται στο «Αμάρτημα» είναι ένα βίωμα τόσο ριζικό, τόσο βαθιά εσωτερικευμένο και αμετάδοτο, που δικαιολογεί απόλυτα γιατί, σε ένα αφήγημα που κατακλύζεται από «φωνές», ενδόμυχες και μη, τον τελικό λόγο, κυριολεκτικά, έχει η σιωπή, η βουβή ερημία των προσώπων.
Ερημιά και σιωπή τις οποίες επιβάλλει, εδώ, η αγιάτρευτη πληγή ενός ψυχολογικού τραύματος διαμπερούς -με διπλή όψη, που τραυμάτισε και τη μάνα και το παιδί της- και εσαεί παρόντος στον ψυχολογικό χρόνο των προσώπων: του «αμαρτήματος της μητρός μου»
ΠΗΓΕΣ:
1) Αφροδίτη Αθανασοπούλου: Παράλλαξη και αποσιώπηση στο « Αμάρτημα της μητρός μου»
2) Βαγγέλης Αθανασόπουλος: οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού
3) Κατερίνα Μποκόρου: Νεοελληνική Λογοτεχνία- Γ. Βιζυηνός
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου