ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
«Όνειρο στο Κύμα»
Γνήσιο δείγμα της διηγηματικής τέχνης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι το έργο του «Όνειρο στο Κύμα». Ο σκιαθίτης λογοτέχνης επιβεβαιώνει τους χαρακτηρισμούς που έδωσε κατά καιρούς η κριτική για τις συνήθειες και τα μοτίβα γραφής του. Ο πεζογράφος του ανοιχτού χώρου, ο λάτρης του μεγαλείου της φύσης, ο απλός και λιτός μέσα στην ευαισθησία και παρατηρητικότητά του ρεαλιστής ηθογράφος, ο βαθύτατος γνώστης όλων των ανθρώπινων εσωτερικών καταστάσεων, ο κάτοχος μιας ουσιαστικής θρησκευτικής συνείδησης, ο αέναος διεκδικητής ανεκπλήρωτων ερώτων, υπογράφει την ονειρική αναπόληση μιας εφηβικής, αλλά άκρως θελκτικής ύπαρξης.
Το διήγημα είναι ερωτικό, αν και χωρίς τη λάγνα απόχρωση του επιθέτου, και αυτοβιογραφικό. Δεν είμαστε βέβαια σίγουροι για το βαθμό που μεταφέρονται σ’ αυτό στοιχεία της ζωής του Παπαδιαμάντη. Ο ίδιος επιχειρεί να αποδεσμευτεί από τον ήρωα αφηγητή και πρωταγωνιστή του. Οι σκηνικοί χώροι όμως του έργου και η γενικότερη ατμόσφαιρα είναι στοιχεία που συνδυασμένα με βιογραφικές λεπτομέρειες του συγγραφέα, τον ταυτίζουν αναπόφευκτα με τον αγνό κι ανιδιοτελή ήρωά του.
Το κείμενο κινείται σε δύο διαφορετικούς χρόνους. Παρόν και παρελθόν παρουσιάζονται από τον αφηγητή με στέρεη γέφυρα το τοπίο της Σκιάθου, το οποίο πάντα δεσπόζει στη μνήμη του Παπαδιαμάντη, ακόμη κι όταν ο ίδιος βρίσκεται στην Αθήνα, όπως εδώ ο ήρωας της ιστορίας μας. Το παρελθόν της εφηβικής του ηλικίας στο νησί έχει την πλειοψηφία της αφηγηματικής έκτασης. Ο πρωταγωνιστής αναζητά διέξοδο από την ασφυκτική και τυποποιημένη αστική ζωή της πρωτεύουσας, όπου εργάζεται σαν μαθητευόμενος δικηγόρος. Ο πιεστικός αστικός τρόπος ζωής και η επαγγελματική ρουτίνα αποτελούν εικόνες ισχυρής αντίθεσης με το φυσικό τοπίο της Σκιάθου, που επιλέγεται σαν λυτρωτική οραματική σκέψη. Ο μορφωμένος κι ώριμος πια ήρωας καταφεύγει στην ανωριμότητα και την αμορφωσιά της εφηβικής του ηλικίας, για να βρει καταφύγιο στις εικόνες της ποιμενικής ζωής που περνούσε, γεμάτος ενθουσιασμό κι ανεμελιά, στους αγρούς της ιδιαίτερης πατρίδας του. Η φύση εξυψώνεται σε λυτρωτικό σύμβολο και λειτουργεί σαν βάλσαμο στην κακοφορμισμένη ψυχή, του ατυχώς βαπτισθέντος ήρωα ως αστού. Η προτίμηση της μακάριας φυσικής ζωής είναι φανερή και σταθερή σ’ όλο το διήγημα και αποτελεί και τη μελαγχολική κατακλείδα του.
Μέσα στο φυσικό τοπίο, ο Παπαδιαμάντης αφήνει με χάρη τη Μοσχούλα να στολίσει τον αφηγηματικό σκηνικό χώρο, να γεμίσει με ερωτικό θαυμασμό την αναπόληση του ήρωα και να αποκαλύψει τα κάλλη της σ’ ένα ονειρικό θαλάσσιο λουτρό. Ο βοσκός αμείβεται από το συγγραφέα με κάτι που λίγοι θα μπορούσαν να το γευτούν. Ένα όνειρο είναι η γυμνή Μοσχούλα, στα γαλήνια νερά ενός σκιαθίτικου κόλπου. Τόση είναι η ομορφιά κι ο ερωτισμός που αποπνέει. Και ο βοσκός σε λίγο την κρατά στα χέρια του, σώζοντάς της τη ζωή. Και ο ίδιος ομολογεί, ευχαριστώντας την τύχη του: «Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε να συλλάβῃ μέ τάς χεῖράς του προς στιγμήν, ἕν ὄνειρον, τό ἴδιον ὄνειρόν του… »
Η βαθιά θρησκευτικότητα και η σεμνότητα του Παπαδιαμάντη είναι αδιαπέραστη και συμπαγής, ακόμη κι όταν πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για έναν έφηβο πάνω στα πρώτα ερωτικά του σκιρτήματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο συγγραφέας δεν αφήνει τον ήρωά του να ολισθήσει στη «φθηνή» και πρόστυχη βίωση του έρωτα με τη Μοσχούλα. Ο πλατωνικός απόηχος του ιδεώδους ερωτισμού είναι φανερός. Άλλωστε, ο έρωτας είναι μία μεγαλειώδης ιδέα, ένα συγκλονιστικό συναίσθημα που βιώνεται πνευματικά. Αυτή του η έκφανση ενδιαφέρει τον Παπαδιαμάντη κι όχι το σαρκικό πάθος που προκαλεί, γιατί αυτό αφορά τα μύχια γενετήσια ένστικτά μας. Ο συγγραφέας λοιπόν γνωρίζει τον ήρωα με την ιδέα του Έρωτα κι έτσι διασφαλίζει την αγνότητα και την ευαισθησία της εφηβικής του ψυχής, την οποία τόσο ανεπτυγμένη είχε κι ο ίδιος στην ανάλογη ηλικία.
Η διπλοθεσία του ονόματος της νεαρής κοπέλας, να υπάρχει δηλαδή στο διήγημα και μία κατσίκα με το ίδιο όνομα, είναι ηθελημένη και τεχνικά προσχεδιασμένη από το συγγραφέα. Τόσο συγκίνησε το νεαρό βοσκό η 16χρονη Μοσχούλα, που έδωσε το όνομά της στην ομορφότερη κατσίκα του. Και η τελευταία θα θυσιαστεί, μπροστά στην επιλογή του ήρωα να σώσει την πανέμορφη συμπρωταγωνίστριά του. Ο ανθρωπισμός του Παπαδιαμάντη έδωσε το πιο εμφανές στίγμα του. Η ανθρωποκεντρικότητα του ήρωα διδάσκει στον αναγνώστη έναν αποτελεσματικό τρόπο διάσωσης της ανθρωπιάς του. Αλλά κι ο τρόπος θανάτου της κατσίκας είναι συμβολικός. Το κοντό σχοινί, που την κρατούσε στη θέση της, έγινε η θανάσιμη θηλιά της. Με ένα τέτοιο «σχοινί» είναι δεμένος κι ο ήρωας στην αποπνικτική Αθήνα. Είναι καιρός να κόψει το «σχοινί», που ήδη έχει αρχίσει να «τυλίγει το λαιμό του». Ο Παπαδιαμάντης δεν αντέχει μακριά απ’ τη Σκιάθο. Ώσπου, μετά από απανωτές επιστροφές σ’ αυτήν, εγκαθίσταται μόνιμα στον τόπο του και πεθαίνει εκεί γαλήνια.
Η Μοσχούλα, από εκείνο το ατυχές για εκείνη δειλινό, δεν πλησίασε ποτέ ξανά το βοσκό. Προστάτευσε την εικόνα και την τιμή της σε μία κοινωνία που εύκολα καταδίκαζε τις γυναίκες κι απελευθέρωνε τα ήθη τους στη συνείδησή της. Άλλωστε, ο βοσκός ήταν ένας ταπεινός άνθρωπος «άλλου κόσμου» και τίποτα δε θα μπορούσε να της προσφέρει. Ο ήρωας όμως κέρδισε πολλά από την αθώα εμπειρία του. Βίωσε το αίσθημα του Έρωτα, λυτρώνοντας τα πάθη του. Ένιωσε το σαγηνευτικό πρόσωπο της φύσης. Αποφάσισε ότι τα εγκόσμια «μιλούσαν» μέσα του δυνατότερα από την ιερατική ζωή. Διάλεξε χώρο: όχι την πολύβουη ζωή του αστικού κέντρου, αλλά τη φύση. Έχασε όμως την κατσικούλα του… Ο Παπαδιαμάντης έθεσε ένα μικρό τίμημα εσωτερικής πληρότητας κι ολοκλήρωσης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου