Ο Κώστα Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη υπήρξαν αξιόλογοι ποιητές, αλλά και τραγικοί εραστές, που οδηγήθηκαν εν τέλει στο θάνατο. Πολλά έχουν γραφτεί για το ποιητικό τους έργο, αλλά ελάχιστα έχουν δει το φως της δημοσιότητας για το ερωτικό τους ειδύλλιο και τον ψυχισμό των δύο ποιητών.
Είναι Απρίλης του 1922 όταν μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών η Μαρία Πολυδούρη. Ανάμεσα στους συναδέλφους της η εικοσιενός χρονών Μαρία θα ξεχωρίσει τον Κώστα Καρυωτάκη. Διστακτικά στην αρχή, με μεγαλύτερη τόλμη αργότερα λαμβάνει μέρος στις φιλολογικές συζητήσεις του γραφείου, γεγονός που τη βοηθάει να οργανώσει τις σκέψεις της και να πλουτίσει τις γνώσεις της.
Ο έρωτάς τους δε θα αργήσει να ξεσπάσει. Ο Καρυωτάκης εντυπωσιάζεται από τα μαύρα εξαίσια μάτια της, το κυπαρισσένιο κορμί της, το γεμάτο ψυχικότητα πρόσωπό της, μα προπαντός από τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρας της μ’ όλες τις απότομες μεταπτώσεις. Η Πολυδούρη απ’ την πλευρά της βλέπει στο πρόσωπο του ποιητή την αναγνωρισμένη επιβολή του στην ποίηση, ενώ την έλκει και η ανάγκη να αποκτήσει έναν οδηγό στις πρώτες της λογοτεχνικές αναζητήσεις, τρέφοντας ταυτόχρονα την ελπίδα ότι το φτωχό κορμί του ποιητή κρύβει έναν ελεύθερο του αναστήματός της.
Πράγματι η Πολυδούρη ήταν πολύ μπροστά για την εποχή της, αφού συνήθιζε κοινές εξόδους με άντρες και συναδέλφους της, γεγονός απαγορευτικό για την εποχή, αλλά τολμούσε να προτείνει όλα όσα ο Καρυωτάκης έπρεπε να προτείνει. Να αγαπηθούν, να συνδεθούν, να φιληθούν, με τολ-μηρότερο όλων την πρόταση γάμου που του έκανε. Ο Καρυωτάκης αντίθετα την φοβάται. Με έμφυτη δειλία κρύβεται πίσω από την πρόφαση της κομπλεξικής του εμφάνισης και στο τέλος απαρ-νιέται τον έρωτα της Πολυδούρη.
Χαρακτηριστικά αναφέρει για την περίπτωση Καρυωτάκη, ο Βαρίκας: «Ο εγωκεντρισμός του τον απομακρύνει από τον έρωτα.... Ο Καρυωτάκης μαζί με όλη την γενιά του διακρίνεται ακριβώς από τον πιο αρρωστημένο σκεπτικισμό. Η αφηρημένη σκέψη, η προσπάθεια του υπολογισμού και των πιο ελαχίστων λεπτομερειών κάθε μας κίνησης, η έμμονη ιδέα του μάταιου κάθε προσπάθειάς μας, με την οποίαν πλησιάζει τα γεγονότα, δεν τον αφήνει ελεύθερο να χαρεί αυτή καθ’ αυτή την ενέργεια έξω και μακριά από τα αποτελέσματά της. (...) Ο σκεπτικισμός στένεψε απελπιστικά τον εσωτερικό του κόσμο. Αποξήρανε κάθε ζωικό χυμό του. Ανάμεσα στον εαυτό του και στον εξωτερικό κόσμο παρεμβαίνει πάντα το σκοτεινό φάσμα του σκεπτικισμού και της απαισιοδοξίας του που παραμορφώνει τις εικόνες του και εξαφανίζει τον πλούτο της ποικιλίας του».
Παρ’ όλα αυτά η θέρμη της σχέσης τους φαίνεται μέσα από τα κείμενα που έχουν σωθεί. Το Μάη του 1922 γράφει ο Καρυωτάκης «Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’ αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν’ αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη; (...) Ένα «Τάκη!» ή ένα «που είσαι;», καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει φτάνουν βαθιά στην καρδιά μου. Ήθελα πράγματι να είμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο (...) καλύτερα όμως -το ομολογώ- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί πιο ελεύθεροι από τώρα..».
Αλλά και η Πολυδούρη στο ημερολόγιό της, το Μάη του 1922 εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμμιά αμφιβολία πιά! (...) Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;» Ενώ αργότερα σε ένα σπαρακτικό γράμμα τον καλούν να ζήσουν μαζί: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ’μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δύο, αλλά τι μ’ αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν».
Η οριστική απάντηση του Καρυωτάκη θα δοθεί σ’ έναν περίπατό τους στο Φάληρο. Θα αρνηθεί την πρόταση της Πολυδούρη επικαλούμενος ότι δεν έχει το δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα, γιατί πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα. Στην πραγματικότητα η Πολυδούρη δεν θα τον πιστέψει, υποθέτοντας ότι ο καλός της δε θέλει να την παντρευτεί, επειδή έχει αποκτήσει κακή φήμη με τον τρόπο ζωής που κάνει. Η πτώση του στα μάτια της είναι μοιραία, και χωρίζουν Της προτείνει να συνεχίσουν την φιλία τους και τη διαβεβαιώνει ότι δε θα πάψει να την αγαπά. Αυτή όμως νοιώθει μειωμένη και ταπεινωμένη. Θα δεχτεί την αλλαγή μορφής στη σχέση τους και θα κρύψει τον σπαραγμό της έως ότου έξι χρόνια μετά, θα γράψει πλημμυρισμένη από τύψεις:
«Το λίγο που σου απόμεινε, την ύστερνη ζωή σου
σε αγάπη την μετάβαλες και μου την είχες δώσει.
Εγώ κι αν όλη τη ζωή μου ονόμασα δική σου
τι σούχα δώσει να χαρείς από μια αγάπη τόση;
Και νόμιζαν πως έδινα, περήφανη να κρύβω
το θησαυρό που γέμιζε μέσα μου και χανόταν.
Ά τώρα κάτω απ’ τη φριχτή τύψη αυτή θα σκύβω
πως ούτε πήρα το άξιο σου δώρο που μου δινόταν»
Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι για την οικογένεια του Καρυωτάκη η Πολυδούρη και ο έρωτας των δύο δημιουργών δεν υπήρχαν, γεγονός που αποδέχεται σε μικρότερο βαθμό και ο στενός φίλος του Καρυωτάκη, ο Σακελλαριάδης, επισημαίνοντας ότι «η λιγόχρονη ερωτική φιλία των δύο ποιητών ήταν για τον Καρυωτάκη ένα απλό αισθηματικό επεισόδιο».
Οι συναντήσεις τους μετά τον χωρισμό είναι ελάχιστες. Στην πιο χαρακτηριστική από αυτές, ο Καρυωτάκης αφού έχει επιστρέψει απ’ το Παρίσι και προτού αναχωρήσει για την Πρέβεζα επι-σκέπτεται την Πολυδούρη στη Σωτηρία. Η συνάντησή τους είναι σκληρή, παγερή, ένας ασπασμός πριν το τέλος. Δε θα ξαναβρεθούν πλέον, αλλά θα αγαπιούνται. Η Πολυδούρη το ομολογεί μέχρι το τέλος στα ποιήματα και στο ημερολόγιό της. Την αγάπη του Καρυωτάκη αποδεικνύει το προσωπικό του μπαούλο που ανοίχτηκε μετά τον θάνατό του και περιείχε το θεατρικό έργο «Ο άρρωστος», ένα μπλοκ με ποιήματα, όλα τα γράμματα της Πολυδούρη και περισσότερες από εκατό φωτογραφίες της.
Η είδηση της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη συγκλονίζει και δίνει τη χαριστική βολή στην ήδη επιβαρυμένη και κλονισμένη υγεία της Πολυδούρη. Από τότε αψηφά τις συστάσεις των γιατρών, επιδεινώνοντας την κατάστασή της με κρυφές εξόδους απ’ το σανατόριο και ασυλλόγιστες νυχτερινές εξορμήσεις. Γράφει τα πιο σπαρακτικά τραγούδια της, ενώ κρεμάει πάνω απ’ το κρεβάτι της ένα σκίτσο του κι ένα παιχνιδάκι, που τις είχε κάποτε δωρίσει ο Καρυωτάκης. Επιζητούσε τη συντροφιά των φίλων του, όπου πάντοτε μιλούσε γι’ αυτόν με τρόπο που δε μπορούσε κανείς ν’ αμφιβάλει πόσο οδυνηρά την πλήγωνε η ανάμνηση της ζωής που πέρασε μαζί του.
Η συνάντηση των δύο ποιητών στη ζωή θα μπορούσε να πει κανείς ότι τους οδήγησε πιο γρήγορα στο θάνατο. Ο Γ. Κορωναίος σε άρθρο του στη δεκαετία του ’50 αναφέρει σχετικά: «Αν ο Καρυωτάκης δεν απαρνιόταν τον άνθρωπο και αν η Πολυδούρη μπορούσε να συμφιλιώσει τον πληθω-ρικό εσωτερικό της κόσμο με την πραγματικότητα της εποχής της, ίσως και οι δύο τους να βρισκόντουσαν ανάμεσά μας και η προσφορά τους στα ελληνικά γράμματα να ήταν πολύ μεγαλύτερη. Δυστυχώς, αντί να διαλέξουν το φαρδύ δρόμο που οδηγεί στον άνθρωπο, επροτίμησαν το σκοτεινό δρομάκι που οδηγεί στον θάνατο».
Αδιαμφισβήτητα οι δύο μεγάλοι ποιητές έζησαν λίγο, η προσφορά τους όμως στα γράμματα ήταν τεράστια και τα πονήματά τους θα είναι μάρτυρες για το λόγου του αληθές.
Πηγές:
- Ζωγράφου Λιλή «Καρυωτάκης - Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης». Εκδόσεις Αστέρι, 1980
- Κορωναίος Γ. «Κώστας Καρυωτάκης - Μαρία Πολυδούρη». Εφημ. «Ακρόπολις», 9-15 Νοεμ-βρίου 1958
- Σακελλαριάδης «Κ.Γ. Καρυωτάκης, βιογραφία», 1938
- Χονδρογιάννης Γιάννης «Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη», Εκδόσεις Δίφρος, 1975
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου