Η συνάντηση της Πολυδούρη με τον Κώστα Καρυωτάκη οδηγεί τα ποιητικά βήματα της νεαρής υπαλλήλου της Νομαρχίας και φοιτήτριας της Νομικής Αθηνών, σε περιοχές όπου διατρίβει το απόλυτο ιδανικό. Η ψυχή της ποιήτριας δίνεται ολοκληρωτικά στο απόλυτο πάθος και στην αναζήτηση διόδων που θα παγίωναν την ένταξη του «ιδανικού αυτόχειρα» στη Ζωή.
Το πλήρες δόσιμο στον αγώνα για τη ζωοφόρο ένωσή της με τον πεισιθάνατο ποιητή, θα χαρίσει στην Πολυδούρη μεταθανάτια είσοδο στον κύκλο των χαμένων ποιητών, στην άχρηστη ίσως δόξα της μη επίσημης «ερωμένης» του Καρυωτάκη, που επιλέγει τελικώς το θάνατο.
Όλα συμβαίνουν πολύ γρήγορα. Ό,τι πρόλαβαν να ζήσουν δεν ήταν παρά το σύντομο ανοιγόκλειμα στις γρίλιες του χρόνου:
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια...
Κι ύστερα σκοτάδι. Η Μαρία βιώνει ολομόναχη την τραγική κλιμάκωση της εξόδου από τα εγκόσμια, του αγαπημένου της πρώτα και της δικής της μετά:
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Η ποίησή της που λικνίζεται στους ρυθμούς της Ζωής, εμβολιάζεται βαθμιαία από υλικό θανάτου.
Το 1925 η Πολυδούρη προσπαθεί να βρει στο Παρίσι καινούριο φως, μια νέα ίσως υπόσταση για την ποίησή της. Όμως, το τραγούδι της «κολλάει» απελπιστικά και αμετάκλητα στην παραφορά που γνώρισε κοντά στον Καρυωτάκη: Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες...
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα...
Η Πολυδούρη βυθίζεται στο Χρόνο, τον ουδετεροποιεί και τον εξουδετερώνει ανάγοντας το παρελθόν σε σήμερα, ένα σήμερα που τη βρίσκει στη «Σωτηρία» άρρωστη από φυματίωση και φτωχή... Τώρα θα συναντήσει επιτέλους τον μεγάλο απόντα. Η ύπαρξή της εκπληρώθηκε πλέρια στην Αγάπη:
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη...
Στην ύστατη ώρα η Πολυδούρη, υπερήφανη και πάντα μόνη, μοιάζει να ευγνωμονεί την τρομερή αρρώστια που την αποδεσμεύει λυτρωτικά από τις γήινες μορφές, που της ανοίγει την πόρτα του απόλυτου. Στην τελευταία «επωδό» του τραγουδιού της, ο αναγνώστης κοινωνεί το πάθος μιας άρτια βιωθείσας αγάπης:
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω...
Η βιωματική ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη αντανακλά, ως ένα βαθμό, τη «νεορομαντική σχολή», που αναπτύσσεται στον αστερισμό του μεσοπολέμου, περιόδου αναζητήσεως πολιτικής ισορροπίας στην Ελλάδα. Μικρασιατική καταστροφή, εθνική κρίση, οικονομικό χάος, κοινωνική ρευστότητα, συνθέτουν μία βασική υπαρξιακή αβεβαιότητα. Η ποίηση και, κυρίως, το βίωμα που την τροφοδοτεί, δέχονται το εξωτερικό ερέθισμα και το μετουσιώνουν σε λογοτέχνημα. Αυτό θα συμβαίνει όσο υπάρχουν άνθρωποι...
Ίσως πρέπει μόνο να επανατοποθετήσουμε τη θεματική στα καθ' ημάς. Στο τραγούδι της Πολυδούρη ίσως να ταιριάζει σήμερα (γιατί όχι; ) μια «απάντηση» σαν αυτή που δίνει η λαϊκή φωνή του Μητροπάνου:
«Μη μ’ αγαπάς, χαλάς την πιάτσα».
Γιατί, ίσως πράγματι στις μέρες μας,
«στην Αθήνα η αγάπη δεν πουλά...»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου