«Απόκοπος» του Μπεργαδή, ως παράλληλο για τον
Κρητικό του Σολωμού
σε συνδυασμό με το απόσπασμα του Κρητικού,
(παρενθετικοί στίχοι 2. 5-18)
Να
βρεθούν και να σχολιαστούν οι ομοιότητες και οι διαφορές των 2 αποσπασμάτων
Kαι
εκεί, όπου κατήντησα, στον σκοτεινόν τον τόπον,
όχλον
μ' εφάνην κ' ήκουσα και ταραχήν ανθρώπων,
δια
τό 'μπα μου να μάχουνται, δια μένα να λαλούσι
και
εδόθη λόγος μέσα τους να πέψουσιν να δούσιν 70
τις
εις τον Άδην έσωσεν, τις ταραχήν εποίκεν
και
τις την πόρταν ήνοιξε δίχως βουλήν κ' εμπήκεν.
Kαι
δύο μ' εφάνην κ' ήλθασι μαύροι και αραχνιασμένοι,
ως
νέων σκιά και χαραγή, μυριοθορυβουμένοι.
Kλιτά
μ' εχαιρετήσασιν, ήμερα μ' εσυντύχαν 75
κ'
εγώ εκ του φόβου επάρθηκα, τι αποκριθήν ουκ είχα.
Λέγουν
μου: "Πόθεν και από πού; Tις είσαι; Tι γυρεύεις;
Kαι
δίχως πρόβοδον εδώ στο σκότος πώς οδεύεις;
Πώς
εκατέβης σύψυχος, συζώντανος πώς ήλθες
και
πάλιν στην πατρίδα σου πώς να στραφής εκείθες; 80
Oπού
στον Άδην κατεβή ου δύναται διαγείρειν·
μόνον
η Nεκρανάστασις μπορεί να τον εγείρη.
Tα
χνώτα σου μυρίζουσι και τα λινά σου λάμπουν,
να
είπες λιβάδιν έτρεχες και μονοπάτια κάμπου:
από
τον κόσμον έρχεσαι, των ζωντανών την χώραν! 85
Eιπέ
μας αν κρατεί ουρανός κι αν στέκει ο κόσμος τώρα·
ειπέ
αν αστράπτει και βροντά και αν συννεφιά και βρέχει
και
ο Iορδάνης ποταμός αν κυματεί και τρέχει·
και
αν είναι κήποι και δεντρά, πουλιά να κιλαδούσι
και
ανέ μυρίζουν τα βουνιά και τα λαγκάδια αχούσιν. 90
Eίναι
λιβάδια δροσερά, φυσά γλυκύς αέρας,
λάμπουσιν
τ' άστρη τ' ουρανού και αυγερινός αστέρας;
Kαι
ανέ σημαίνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
και
αν γέρνουνται και την αυγήν ν' άφτουσι τες λαμπάδες.
Παιδιά
και να μαζώνουνται νέοι το καλοκαίριν 95
και
να περνούν τες γειτονιές κρατώντ' από το χέριν
και
μετά πόθου την αυγήν να παρατραγουδούσι
και
σιγανά να περπατούν, με τάξιν να περνούσι;
Γίνουνται
γάμοι και χαρές, παράταξες και σκόλες;
Φιλοτιμούνται
οι λυγερές τάχα και χαίροντ' όλες; 100
Στον
κόσμον, τον εδιάβαινες, στες χώρες, τες επέρνας,
οι
ζωντανοί, οπού χαίρουνται, αν μας θυμούντ' ειπέ μας·
[απόσπασμα]
(Λάλησε. Σάλπιγγα! κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω,
Καί σχίζω δρόμους καί τς ἀχνούς ἀναστημένους κράζω:
«Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νά ἰδεῖτε τό καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνός δέ μένει ἀπό τή γη· νιός οὐρανός ἐγίνη
Σάν πρῶτα ἐγώ τήν ἀγαπῶ καί θά κριθῶ μ’ αὐτήνη.
Ψηλά τήν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τά λουλούδια
Στή θύρα τῆς Παράδεισος πού ἐβγῆκε μέ τραγούδια·
῎Εψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,
Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά ‘μπει στό κορμί της·
Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
Τό κάψιμο ἀργοπορούνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
Καί τώρα ὀμπρός τήν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
Ὅμως κοιτάζει ἐδώ κι ἐκεῖ καί κάποιονε γυρεύει»).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου