Να βρεθούν και να σχολιαστούν οι ομοιότητες του τρόπου παρουσίασης ήχων στα δύο αποσπάσματα.
Ερωτόκριτος
(στίχοι 389-402)
«Κι
όντεν η νύκτα η δροσερή καθ’ άνθρωπο αναπεύγει,
και
κάθε ζο να κοιμηθή τόπο να βρη γυρεύγει,
ήπαιρνε
το λαγούτον του κι εσιγανοπερπάτει,
κι
εκτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι.
Ήτον
η χέρα ζάχαρη, φωνή ‘χε σαν αηδόνι,
κάθε
καρδιά να του γρικά κλαίει κι αναδακρυώνει.
Ήλεγε
κι ανεβίθανε της ερωτιάς τα πάθη,
και
πώς σ’ αγάπη εμπέρδεσε κι εψύγη κι εμαράθη.
Κάθε
καρδιά ανελάμπανε, αν ήτο σαν το χιόνι,
σ’
έτοια γλυκότατη φωνή κοντά να τση σιμώνη.
Εμέρων’
όλα τ’ άγρια, τα δυνατά απαλαίνα,
στο
νουν τ’ ανθρώπου ό,τ’ ήλεγε με λύπηση πομένα∙
εμίλειε
παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζα,
το
μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζα.»
αναβιθάνω: διηγούμαι
ανάδια: απέναντι
Κρητικός (5 [22] στίχοι
24-38)
Ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁπού μέ προβοδοῦσε.
∆έν εἶναι κορασιᾶς φωνή στά δάση πού φουντώνουν,
Καί βγαίνει τ’ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καί τά νερά θολώνουν,
Καί τόν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
Τοῦ δέντρου καί τοῦ λουλουδιοῦ πού ἀνοίγει καί λυγάει.
∆έν εἶν’ ἀηδόνι κρητικό, πού σέρνει τή λαλιά του
Σέ ψηλούς βράχους κι ἄγριους ὅπ’ ἔχει τή φωλιά του,
Κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτίς ἀπό πολλή γλυκάδα
Ἡ θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά ἡ πεδιάδα,
Ὥστε πού πρόβαλε ἡ αὐγή καί ἔλιωσαν τ’ ἀστέρια,
Κι ἀκούει κι αὐτή καί πέφτουν της τά ρόδα ἀπό τά χέρια
∆έν εἶν’ φιαμπόλι τό γλυκό, ὁπού τ’ ἀγρίκαα μόνος
Στόν Ψηλορείτη ὅπου συχνά μ’ ἐτράβουνεν ὁ πόνος
Κι ἔβλεπα τ’ ἄστρο τ’ οὐρανοῦ μεσουρανίς νά λάμπει
Καί τοῦ γελοῦσαν τά βουνά, τά πέλαγα κι οἱ κάμποι·
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου