Ο αφηγητής
Το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» περικλείεται ολόκληρο μέσα σε εισαγωγικά.. Το γράφει δηλαδή κάποιος άλλος από την αρχή ως το τέλος. Ο συγγραφέας απλώς το αντιγράφει και είναι υπεύθυνος μόνο Δια την αντιγραφήν. Αυτό σημαίνει ότι ο συγγραφέας αρνείται την ανάμειξη του σ' αυτή την ιστορία και αποποιείται κάθε σχέση με τον αφηγητή της. Ωστόσο το διήγημα είναι δικό του. Πρόκειται κι εδώ, όπως στον Λουκή Λάρα, για τη συγγραφική τεχνική της πλαστοπροσωπίας, όπου ο συγγραφέας αποδίδει σε κάποιον άλλο τόσο την ιστορία όσο και την αφήγησή της.
Εδώ ο κάποιος άλλος είναι ένας δικηγόρος, που εργάζεται ως βοηθός σε δικηγορικό γραφείο στην Αθήνα. Αφηγείται τη δική του ιστορία, είναι δηλαδή αυτοδιηγητικός και φυσικά μιλάει σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Αν αυτά που λέει εμπεριέχουν (και σε ποιο βαθμό) αυτοβιογραφικά στοιχεία του ίδιου του Παπαδιαμάντη, αν η ίδια η αφηγούμενη ιστορία (ή ο πυρήνας της) είναι εμπειρία και βίωμα του Παπαδιαμάντη ή κάποιου άλλου, που τη μετέφερε στο συγγραφέα, αυτό δεν το ξέρουμε ούτε μπορούμε να το μάθουμε ούτε έχει άλλωστε και ιδιαίτερη σημασία. Αφού το διήγημα είναι του Παπαδιαμάντη, δική του είναι η γραφή, δική του και η τεχνική, επομένως δικά του και τα περιεχόμενα ως προϊόντα της δικής του σκέψης, της δικής του ερμηνευτικής και αφηγηματικής διεργασίας.
Πάντως ο δικηγόρος είτε είναι πραγματικό πρόσωπο είτε προσωπείο (περσόνα) του συγγραφέα, ως αφηγητής είναι διφυής: συνυπάρχει, δηλαδή, σε δύο αφηγηματικούς χρόνους και με δύο αφηγηματικές φωνές: τη φωνή του δικηγόρου και τη φωνή του βοσκόπουλου. Η φωνή του δικηγόρου αντιστοιχεί στον αφηγηματικό χρόνο του παρόντος, ενώ η φωνή του βοσκόπουλου αντιστοιχεί στο αφηγηματικό παρελθόν, στην κυρίως ιστορία. Από μια άλλη άποψη θα μπορούσαμε να δούμε το βοσκόπουλο ως ήρωα αφηγούμενης από το δικηγόρο ιστορίας, να δούμε δηλαδή τη διφυΐα του αφηγητή παράλληλα με τη διπολικότητα του κεντρικού ήρωα, αφού ούτως ή άλλως ο ήρωας ταυτίζεται με τον αφηγητή.
Το διήγημα
Ένας δικηγόρος σαραντάρης, βοηθός στο γραφείο ενός μεγαλοδικηγόρου πολιτευτή στην Αθήνα, αναπολεί τα χρόνια της εφηβείας του στη Σκιάθο. Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Αυτή είναι η πρώτη φράση της αναπόλησής του. Στα δεκαοχτώ του χρόνια ήταν ακόμη τελείως αναλφάβητος, αλλά (όπως διαπιστώνει τώρα) ήταν ευτυχισμένος ζώντας φυσική ζωή. Ύστερα τον πήρε κοντά του ένας γέρος καλόγερος, ο πάτερ Σισώης, του οποίου την ιστορία εγκιβωτίζει συνοπτικά στο πλαίσιο της αφήγησής του. Ήταν δάσκαλος και στα χρόνια της Επανάστασης ήταν μοναχός. Αγάπησε όμως μια Τουρκοπούλα, την έκλεψε από ένα χαρέμι της Σμύρνης, αποσχηματίστηκε, τη βάφτισε, την παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και εργάστηκε ως δάσκαλος. Αφού εξασφάλισε την οικογένειά του, ξαναφόρεσε τα ράσα και ξανάγινε μοναχός στη Μονή του Ευαγγελισμού, στη Σκιάθο.