Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Ο Αναγνωστάκης για την κατοχή, τον εμφύλιο, τους ποιητές


   Από μια συνομιλία που είχε ο Μανόλης Αναγνωστάκης με τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Νιάρχο, η οποία δημοσιεύεται στο περιοδικό «Λέξη», τ. 186, Οκτ-Δεκ. 2005, σταχυολογώ κάποια σημεία όπου ο ποιητής αναφέρεται στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο αυτά επιδρούσαν στις συνειδήσεις. Μπορούμε διαβάζοντάς τον να καταλάβουμε ευκρινέστερα πώς ο ίδιος προσλαμβάνει τα μηνύματα εκείνης της εποχής, πώς τα επεξεργάζεται, κι έτσι να προσεγγίσουμε ευκολότερα τη στάση που εκφράζει στο ποίημά του «Στον Νίκο Ε…1949».

   Δηλώνει, λοιπόν, ο Αναγνωστάκης:
   […]
   «Πιστεύω, και δεν είναι η πρώτη φορά που το λέω, πως δεν έχει γραφτεί ή μάλλον δεν έχει εικονογραφηθεί με κάθε εκφραστικόν μέσο η ιστορία της περιόδου 1946-1950 και λίγο μετά. Δεν πρόκειται μόνο για τα γεγονότα που κι αυτά κηλιδώνονται, ωραιοποιούνται ή ξαναπλάθονται με τα σημερινά μέτρα - όσο το κλίμα, η ατμόσφαιρα, η καθημερινότητα που είναι πράγματα «άπιαστα» και για τον πιο ευσυνείδητο, αλλά μεταγενέστερο μελετητή ή ιστορικό. Πιστεύω πως η περίοδος του εμφύλιου στην Ελλάδα υπήρξε η πιο σκληρή, η πιο τραγική, η πιο άγρια, θα πρόσθετα και πολλά άλλα επίθετα ακόμη, όπως ταπεινωτική ή ανέντιμη μέσα σ’ όλη τη νεοελληνική ιστορία. Μ’ όλη τη δραματικότητά της η κατοχή ήταν και μια εποχή έξαρσης, ανάτασης, ελπίδας. Τα ανθρωπάκια έγιναν ξαφνικά Άνθρωποι, ο μικρός κι ανώνυμος τεντώθηκε στα όρια του μεγαλείου. Στην περίοδο του εμφύλιου οι άνθρωποι εκβιάστηκαν να γίνουν ανθρωπάκια, οι μεγάλοι να σκύψουν, να ταπεινωθούν, να τσακίσουν, να γίνουν ανώνυμος πολτός.
Αν στην κατοχή εμείς οι τότε νέοι αποκτήσαμε συνείδηση της ανθρωπιάς, στα κατοπινά χρόνια υποχρεωθήκαμε να πιούμε ως τον πάτο το δηλητήριο της απανθρωπίας. Στην κατοχή το χαμόγελο δεν έ­λειψε από τα χείλη, το ανέκδοτο έπαιρνε και έδινε, οι αναμνήσεις μας σήμερα μπλέκονται με πικρές νο­σταλγίες και ήχους από ακορντεόν. Κανείς δεν αποπειράθηκε - γιατί δεν μπορεί - να μιλήσει με χιούμορ για τα χρόνια του 1946 - 1950. Η κατοχή είναι ένας πολύχρωμος πίνακας όπου το μαύρο δένει παράδοξα αρμονικά με το κόκκινο, με το γαλάζιο, με όλα τα χρώματα της ίριδας. Το χρώμα του εμφύλιου είναι το μαύρο, ένα απέραντο απ' άκρη σ’ άκρη μαύρο κι η μνήμη δεν μπορεί να ρίξει πουθενά μια ευφρόσυνη ματιά.
[…]Από ιστορική και γραμματολογική άποψη, όλοι οι ποιητές της γενιάς αυτής, αν ψάξεις κάτω από την επιφά­νεια, θα βρεις ότι άλλος υπαινικτικά, άλλος πιο ανοιχτά, άλλος «ενσυνείδητα», άλλος διαισθητικά, εξέφρασαν - θέλοντας και μη θέλοντας - οδυνηρά βιώματα και καταστάσεις που υπήρχαν ή διαμορφώνονταν, αλλά που είτε ήσαν ακόμα πρόωρα προς γενική παραδοχή, είτε από πολιτική άποψη θεωρούνταν ασύμφορο να ομολογηθούν και που παρερμηνεύτηκαν εσκεμμένα ή μη, από καλή πίστη ή από στυγνή σκοπιμότητα, σαν μορφές ηττοπάθειας, έλλειψης πίστης, συμβιβασμών και αντιδραστικότητας ακόμα. Υπάρχουν ποιητές που εξέφρασαν τις επιπτώσεις μιας ήττας ( που δεν είναι βέβαια απλά «στρατιωτική»), που συνειδητοποίησαν πρώιμα μια πραγματικότητα, που «προφήτεψαν» ακόμη ό,τι έμελλε να συμβεί - αλλά που οι ίδιοι δεν υπήρξαν «ηττημένοι», ούτε πολύ περισσότερο εγκατέλειψαν τον αγώνα ( στην πιο πλατιά και ανθρώπινη ουσία του).Πιστεύω, πάλι θα πω, πως η ποίηση της περιόδου εκείνης, ή για την περίοδο εκείνη, είναι, σα ντοκουμέντο μια από τις συγκλονιστικότερες μαρτυρίες, - να τολμήσω να το πω;- σε παγκόσμιο επίπεδο.

[…]
- Ένας στίχος σας λέει:» Αυτοί που θα μιλούσανε πέθαναν όλοι νέοι». Όταν τον γράφατε είχατε συγκεκριμένους ανθρώπους στο μυαλό σας ή ήταν μια γενική αίσθηση διαμαρτυρίας για τους θανάτους που είχαν προηγηθεί;
- Φυσικά είχα στο μυαλό μου και συγκεκριμένους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα ήθελα να εκφράσω μια γενικότερη αίσθηση του χαμού των πιο εκλεκτών παιδιών της στρατιάς της κατοχής, της αντίστασης, του εμφυλίου, που εξοντώθηκαν όχι μόνο φυσικά αλλά και ηθικά και πολιτικά και, κυρίως, ανθρώπινα.

Εγγονόπουλος- Αναγνωστάκης Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής τους


Ποίηση 1948

Εγγονόπουλος- Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του
  •          Επιρροή από το κίνημα του υπερρεαλισμού. 
  •    Τα ποιήματά του διαθέτουν χιούμορ, ταυτόχρονα όμως πικρία • Λόγος απλός / λιτός / καθημερινός.

Θεματικός πυρήνας του ποιήματος
Ο Ν. Εγγονόπουλος γράφει το ποίημα αυτό το 1948 στην κορύφωση του εμφυλίου πολέμου, εποχή όπου κυριαρχεί ο θάνατος και ο σπαραγμός. Το ποίημα αναφέρεται στο χρέος των ποιητών και των πνευματικών ανθρώπων, γενικότερα, απέναντι στις επιταγές της πραγματικότητας. Ο Εγγονόπουλος εκφράζει την αδυναμία του να ανταποκριθεί στο χρέος του απέναντι στην εποχή και την τέχνη του λόγω των τραγικών συνθηκών της εμφύλιας διαμάχης.

  •   Μορφή: Λόγος τεμαχισμένος (σχεδόν συλλαβικός) α) λόγω υπερρεαλιστικής επιρροής β) σπαραγμένος από την εποχή «εποχή του εμφυλίου σπαραγμού»: χρονική τοποθέτηση, ιδιαίτερο νοηματικό βάρος α) κατασπάραξη αλλήλων, β) βαθύς ψυχικός πόνος, συντριβή.
  •    Ο ρόλος της παρομοίωσης «ως αν να γραφόταν… αγγελτηρίων θανάτου»: τραγικότητα εμφυλίου: η ποίηση αναζητά τη θέση της ανάμεσα στο θάνατο.
  •   Ο ρόλος της παρένθεσης (και πότε - άλλωστε- δεν ήσαν): Αναφορά στο σταθερό τόνο απαισιοδοξίας στην ποίησή του ακόμα και έξω από το χρονικό πλαίσιο του εμφυλίου. 
  •   «τόσο λίγα»: στάση ποιητή: Η ποιητική δημιουργία αναστέλλεται λόγω της εποχής: η σιωπή αποδίδει πιο παραστατικά την αίσθηση της τραγικότητας.

Στόν Νίκο Ε… 1949

Αναγνωστάκης - Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του
·        Η ποίηση του είναι έντονα πολιτική.
·        Χαρακτήρας εξομολογητικός, επεξεργάζεται ποιητικά μνήμες και βιώματα.
·        Η ειρωνεία.
·        Ο τόνος της ποίησής του είναι απαισιόδοξος, αιχμηρός και διδακτικός.
·         Η κυριολεξία, η ακριβολογία, η χρήση του καθημερινού λεξιλογίου.

Θεματικός πυρήνας του ποιήματος
Ο ποιητής αντιμέτωπος με το χρέος του: να καταγγέλλει, να προβληματίζει και να αφυπνίζει την κοινή γνώμη.
·       Το ποίημα δομείται πάνω σε τέσσερα ουσιαστικά (φίλοι, φωνές, ερείπια, εφιάλτες).
·     Παραστατικότητα: κλίμα απόγνωσης, φρίκης, θανάτου, εφιαλτικών εικόνων καταστροφής αλλά σε τόνο χαμηλό και πικρό.
·      Ρόλος παρομοίωσης «Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες» à χρεοκοπία των ιδανικών.
·    Καταληκτήριος στίχος σε παρένθεση: Η φωνή του ποιητή: Ο κοινωνικός ρόλος που καλείται να διαδραματίσει.

Σύγκριση των δύο ποιημάτων / Ποιητικός διάλογος γύρω από τη σχέση της ποίησης με την ιστορική πραγματικότητα
Ο τίτλος (Στόν Νίκο Ε.), η χρονολογία έκδοσής του (1949), ο ακρωτηριασμένος λόγος και το θεματικό κέντρο του ποιήματος (εμφύλιος πόλεμος) συνηγορούν στη διαπίστωση ότι το ποίημα απευθύνεται στο Ν. Εγγονόπουλο.



Ως προς τη μορφή
· Ο λόγος είναι τεμαχισμένος, η διατύπωση ελλειπτική, ενώ χαρακτηρίζεται από λιτότητα εκφραστικών μέσων.
·     Ο στίχος είναι ανισοσύλλαβος και ανομοιοκατάληκτος.
·     Η στίξη είναι σχεδόν απούσα.
·     Δίνονται φράσεις - στίχοι σε παρενθέσεις.

Ως προς το περιεχόμενο
·  Και τα δύο ποιήματα πραγματεύονται το ίδιο θέμα: το χρέος της ποίησης και του ποιητή σε δύσκολες και αιματηρές περιόδους.
·    Ο χρονικός πυρήνας είναι ο εμφύλιος πόλεμος και ο θεματικός τους πυρήνας η φρίκη, ο θάνατος και ο σπαραγμός που κυριαρχούν σε εποχή εμφύλιας διαμάχης.

Μελετώντας συγκριτικά τα δύο ποιήματα διαπιστώνουμε ότι η διαφοροποίησή τους έγκειται σε κάποια νοηματικά στοιχεία:
  •    Ο Εγγονόπουλος αναφέρεται υπαινικτικά στον εμφύλιο και στο κλίμα του με την επιλογή συγκεκριμένων λέξεων (εμφύλιου σπαραγμού, αγγελτήρια θανάτου), ο Αναγνωστάκης παρουσιάζει παραστατικά την εφιαλτική εποχή με την παράθεση οπτικοακουστικών εικόνων.
  •    Η σημαντικότερη διαφορά, όμως, έγκειται στη θέση τους για τη στάση του πνευματικού ανθρώπου και ειδικότερα του ποιητή απέναντι στη ζοφερή πραγματικότητα. Ο Εγγονόπουλος υποστηρίζει ότι η ποίηση σε στιγμές τραγικές για το λαό και τη χώρα προβάλλει ως περιττή πολυτέλεια, είναι μάταιη. Γι’ αυτό και ο ίδιος λαμβάνει απόφαση για ακύρωση της λειτουργίας της ποίησης, για σιωπηρή αποχή από τα τραγικά δρώμενα. Ο Αναγνωστάκης αντίθετα θεωρεί ότι χρέος του ποιητή είναι να καταγράψει ποιητικά και να καταγγείλει τη ζοφερή πραγματικότητα, να αφήσει δηλαδή ένα αδιάψευστο ντοκουμέντο της τραγικής εποχής.

Η λογοτεχνία ως μικρο-ιστορία. Τα ποιήματα «Ποίηση 1948» και «Στον Ν. Ε... 1949»

Η λογοτεχνία ως μικρο-ιστορία. Τα ποιήματα «Ποίηση 1948» του Νίκου Εγγονόπουλου
και «Στον Ν. Ε... 1949» του Μανόλη Αναγνωστάκη
της Ευσεβίας Χασάπη-Χριστοδούλου[1]

«Τώρα διδάσκουν στα σχολεία την εποχή των αγενών μετάλλων»[2]
«Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την .αλήθεια στα παιδιά.»[3]

Αφορμή για την παρουσίαση αυτής της εργασίας αποτέλεσε η έλλειψη ιστορικών στοιχείων από τις σελίδες των σχετικών βιβλίων της Μέσης Εκπαίδευσης, απαραίτητων για την ερμηνευτική προσέγγιση των δυο ποιημάτων. Πρόκειται για ποιήματα με χαλαρή λογική αλληλουχία, υπαινι­κτικά και εν μέρει κρυπτικά, αφού ο νοηματικός ειρμός τους δεν είναι άμεσα σαφής, για την κατα­νόηση των οποίων είναι απαραίτητο το εξωκειμενικό υλικό. Το περιεχόμενό τους αναφέρεται στην Αντίσταση και κυρίως στην εποχή του Εμφύλιου Πολέμου (1946-1949), τα δραματικά γεγονότα της οποίας μόλις τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν αρχίσει να μελετώνται συστηματικά από τους ιστορικούς. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι στα σχολικά εγχειρίδια των Κειμένου της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας συμβαίνει το παράδοξο να ανθολογούνται έργα συγγραφέων, και κυρίως ποιητών, που η ζωή και το έργο τους είναι συνάρτηση αυτής ακριβώς της εποχής, χωρίς, όμως, να υπάρχει σε αυτά το απαραίτητο υποστηρικτικό υλικό για την προσέγγισή τους, με αποτέλεσμα να προκαλείται αμηχανία στους διδάσκοντες, αλλά και τους μαθητές τους, επειδή τους λείπει το εξωκειμενικό πλαίσιο που φωτίζει το έργο και βοηθά στην πληρέστερη κατανόηση και ερμηνεία του. Χαρακτη­ριστικό παράδειγμα αυτής της έλλειψης εξωκειμενικού πλαισίου αποτελεί το εγχειρίδιο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ τεύχος, το οποίο διδάσκεται στην Γ΄ τάξη του Ενιαίου Λυκείου[4].
Την εποχή που εκδόθηκαν τα εγχειρίδια, η έρευνα σε ό,τι αφορά αυτήν την περίοδο της ιστορίας δεν είχε προχωρήσει ικανοποιητικά[5], όμως ένα στοιχειώδες υλικό ήταν απαραίτητο να παρατεθεί και να πλαισιώσει τα κείμενα του σχολικού εγχειριδίου της Γ΄ Λυκείου. Ώθηση στην ιστορική μελέτη των γεγονότων και των συνθηκών της εποχής εκείνης δόθηκε από το 1999 και μετά, με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη λήξη του Εμφυλίου[6] και, κυρίως, με την ίδρυση και λειτουργία του Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων το 2000, ένα εξαιρετικά δραστήριο δίκτυο που μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει δέκα συνέδρια και δύο σεμινάρια για τον Εμφύλιο Πόλεμο[7]. Επιστημονικές συναντήσεις, συνέδρια, συμπόσια και εκδηλώσεις έχουν γίνει από Πανεπιστήμια και φορείς καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, ενώ είναι εκπληκτικός ο αριθμός των βιβλίων που έχουν εκδοθεί στο ίδιο χρονικό διάστημα, με αποκορύφωμα την εκδοτική δραστηριότητα τη χρονιά που διανύουμε[8]. Σε ό,τι αφορά το χώρο της λογοτεχνίας[9] και του θεάτρου[10] οι σχετικές δημοσιεύ­σεις δεν έχουν λείψει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το θέμα του Εμφύλιου Πολέμου έχει μελετηθεί ικανοποιητικά.
 ΓΙΑ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΤΩ
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΤΙΤΛΟ

Enlarge this document in a new window
Publishing Software from YUDU



[1] Η Ευσεβία Χασάπη-Χριστοδούλου δ.φ., είναι Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων Δ. Ε.
[2] Μανόλης Αναγνωστάκης. «Πάψαν τα λόγια πια...» (Η συνέχεια 3), Ποιήματα. Αθήνα 1971, σελ. 132
[3] Μανόλης Αναγνωστάκης, «Στο παιδί μου» (Ο στόχος), Ποιήματα, Αθήνα 1971, σελ. 142
[4] Η εισαγωγή «Μεταπολεμική και σύγχρονη λογοτεχνία. Ποίηση» (σ.σ. 7 κ.εξ.) αναφέρεται γενικά στους «αγώνες της Κατοχής και τα δύσκολα μετακατοχικά χρόνια», στο «πλούσιο υλικό των εμπειριών της δεκαετίας του 1940-1950, που είναι μια από τις πιο δραματικές δεκαετίες της νεότερης μας ιστορίας», και εντάσσει μία ομάδα ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς στην «Αντιστασιακή ή κοινωνική ποίηση», «που αντλούν τις εμπειρίες τους από τους δύσκολους καιρούς που πέρασε η χώρα μας κατά τη μετακατοχική περίοδο», «την ανώμαλη μετακατοχική περίοδο, που οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο και την ήττα της αριστερής παράταξης που εκπροσωπούσε το Ε A.M.», χωρίς να διευκρινίζει ποια ακριβώς ήταν η δυσκολία και η ανωμαλία των χρόνων εκείνων, ποιο το περιεχόμενο των εμπειριών και γιατί η εποχή ήταν από τις δραματικότερες της νεότερης ιστορίας. Στην εισαγωγή στην «πεζογραφία» της ίδιας εποχής καταβάλλεται προσπάθεια να γίνουν οι πληροφορίες πιο συγκεκριμένες, είναι, όμως. ελάχιστες: «Όσοι από αυτούς [τους μεταπολεμικούς πεζογράφους] ανήκαν στο αριστερό ιδεολογικό στρατόπεδο πλήρωσαν τις συνέπειες της ήττας μετά το τέλος του Εμφυλίου με εξορίες, φυλακίσεις, αποκλεισμούς». Ποιοι πολέμησαν με ποιους είναι αδύνατον να καταλάβουν οι μαθητές, πολύ περισσότερο γιατί πολέμησαν κ.λπ. Το κενό δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε από το βιβλίο Νεότερη και σύγχρονη Ιστορία Γ΄ Γυμνασίου, σ.σ. 150-152, ούτε και από την Ιστορία του νεότερου και του σύγχρονου κόσμου (από το 1815 έως σήμερα) της Γ΄ τάξης Γενικού Λυκείου και Δ΄ τάξης Εσπερινού Λυκείου Γενικής Παιδείας, σελ. 145, μολονότι οι πληροφορίες είναι πιο διαφωτιστικές από εκείνες της εισαγωγής των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, παρόλο που σ’ αυτό ανθο­λογούνται τουλάχιστον δώδεκα ποιήματα των οποίων η ερμηνεία είναι συνάρτηση των γεγονότων εκείνης της εποχής (Βλ. Τάκης Σινόπουλος, Μίλτος Σαχτούρης, Έκτωρ Κακναβάτος. Νάνος Βαλαωρίτης, Μιχάλης Κατσαρός, Κλείτος Κύρου, Άρης Αλεξάνδρου. Τάσος Λειβαδίτης, Δ. Π. Παπαδίτσας, Τίτος Πατρίκιος...).
[5] Ευχαριστώ τη συνάδελφο κυρία Άννα Αγγελοπούλου, ιστορικό, για τις υποδείξεις της, που με οδήγησαν σε μία προσεκτικότερη αναζήτηση του υλικού, και τις διορθώσεις της.
[6] Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 2000 εκδίδονται τα Πρακτικά της Επιστημονικής Συνάντησης «Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη: Το παράδειγμα της Μακρονήσου» (Αθήνα, Μάρτιος 1998) και τα Πρακτικά του Επιστημονικού Συνεδρίου «Πτυχές του Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949» (Καρπενήσι, Σεπτέμβριος 1999) (Εκδόσεις Φιλίστωρ) καθώς και το έργο του Γιώργου Μαργαρίτη Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949. τόμ 1-2 (εκδόσεις Βιβλιόραμα).
[7] «Πρόκειται για μία άτυπη ομάδα επιστημόνων από διαφορετικά επιστημονικά πεδία κοινοτικών επιστημών (ιστορία, πολιτική επιστήμη, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία) που δημιουργήθηκε με σκοπό την ανάπτυξη της συνεργασίας των μελετητών του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου είτε άλλων εμφυλίων και επομένως την προώθηση της έρευνας πάνω στο αντικείμενο αυτό». (Οι πλη­ροφορίες είναι από την ιστοσελίδα του Δικτύου, η οποία είναι εύκολα προσβάσιμη, εάν κανείς πληκτρολογήσει «Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων»), Σχετικά βλ. επίσης. Στάθης Ν. Καλυβάς, «Μία δεκαετία ερευνητικής ανανέωσης», εφημ. Το Βήμα 18-10-2009
[8] Μια ιδέα μπορεί κανείς να σχηματίσει από τον ηλεκτρονικό κατάλογο της Biblionet. εάν στη «θεματική αναζήτηση» επιλέξει «Ελλάς-Ιστορία-Εμφύλιος πόλεμος 1944-1949- Προσωπικές αφηγήσεις». Βλ. ακόμη. Νίκος Κουλούρης. Ελληνική Βιβλιογραφία του εμφυλίου πολέμου 1945-1949. Αθήνα 2000.
[9] Γιάννης Βασιλακάκος. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος στη μεταπολεμική πεζογραφία 1946-1958. Αθήνα 2000. Επίσης, Βενετία Αποστολίδου. «Λαϊκή μνήμη και δομή της αίσθησης στην πεζογραφία για τον εμφύλιο. Από την Καγκελόπορτα στην Καταπακτή», Ιστορική Πραγματικότητα και Νεοελληνική Πεζογραφία (1945- 1995). Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Εταιρεία Ελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Σχολή Μωραΐτη. 1997. Αλ. Αργυρίου. «Αποδόσεις της Ιστορικής εμπειρίας». Ιστορική Πραγματικότητα και Νεοελληνική Πεζογραφία (1945-1995). ό.π.. Γιάννης Δάλλας. «Η μεταπολεμική πεζογραφία και η μικροϊστορία: η λανθάνουσα συνάντηση μιας τεχνικής και μιας μεθόδου. μέσα από τις ατομικές φωνές ως μαρτυρίες του υποστρώματος». Ιστορική Πραγματικότητα και Νεοελληνική Πεζογραφία (1945-1995), ό.π. Επίσης. Νίκος Μαραντζίδης, «Εμφύλιος και εξορία εμπνέουν τη λογοτεχνία», Το Βήμα 27/6/2010, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. «Ο Εμφύλιος στοιχειώνει το μυθιστόρημα». Ελευθεροτυπία 30/10/2010, Κώστας Παπαγεωργίου. «Γραφές και εικόνες της "φιλόξενης" ιστορίας», Η Αυγή 2/11/2010
[10] Στο χώρο του θεάτρου η έρευνα είχε αρχίσει νωρίτερα. Ενδεικτικά βλ. Γεράσιμος Σταύρου, «Το θέατρο στην ελεύθερη Ελλάδα», Επιθεώρηση Τέχνης 87-88 (Μάρτιος· Απρίλιος 1962), σ.σ. 376-385, του ιδίου, «Το θέατρο στην ελεύθερη Ελλάδα. 0 Θεατρικός Όμιλος της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», Θέατρο. 55-56, περ. β΄, τόμ. I (1977). σ.σ. 19-30. Κοτζιούλας, Το θέατρο στα βουνά. Αθήνα 1980, Β. Ρώτας, Θέατρο και Αντίσταση. Αθήνα 1981. Επίσης. Θ. Γραμματάς. «Αισθητικές και ιδεολογικές παράμετροι στο μεταπολεμικό ελληνικό θέατρο», Εκκύκλημα 24 (Άνοιξη 1990), του ιδίου, «Ο απόηχος των όπλων. Η εμπειρία του εμφυλίου πολέμου στο νεοελληνικό θέατρο της δεκαετίας του ’50». Αναγνώριση. Τιμητικό Αφιέρωμα στον καθηγητή Θεόδωρο Έξαρχο, Αθήνα 2006, σ.σ. 205-218

Νίκος Εγγονόπουλος και πολιτική ηθική

Περιοδικό Περίπλους (τεύχος 50)

Νίκος Εγγονόπουλος και πολιτική ηθική
της Ελισάβετ Κεφαλληνού

Έχει διαπιστωθεί από αρκετούς μελετητές ότι η μεταπολεμική γενιά και ιδιαίτερα η πρώτη, είχε αποσιωπηθεί για ολόκληρες δεκαετίες μέχρι το 1974. Τα αίτια αφορούσαν τα ίδια τα έργα των συγγραφέων, λόγω του ιδεολογικού τους προσανατολισμού και του πολιτικού τους περιεχομένου. Την απουσία μιας συγκροτημένης γραμματολογικής-αισθητικής θεωρίας για τη λογοτεχνία της Αντίστασης από την πρώτη μεταπολεμική γενιά είχε ήδη επισημάνει ο Γιώργος Βελουδής. ο οποίος δηλώνει χαρακτηριστικά:
Οι λόγοι της ελληνικής αυτής θεωρητικής έλλειψης πρέπει να ζητηθούν στη σχετική παράδοση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ειδικότερα στη θεωρητική ένδεια της λεγόμενης Γενιάς του ’30, στη θεωρητική ανωριμότητα του ελληνικού προοδευτικού-εργατικού κινήματος, στην αποπνικτική επενέργεια της Δικτατορίας του Μεταξά εναντίον κάθε κριτικής-θεωρητικής διάθεσης, ίσως όμως και στον αυθόρμητο χαρακτήρα των πρώτων εκδηλώσεων της Αντίστασης. Αρκετά καθυστερημένα από το 1943 και ύστερα, παρουσιάζεται και η θεωρητική οργάνωση της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής έκφρασης της Αντίστασης. (Γ. Βελουδής: 1992).
Είναι γεγονός ότι μέσα στην Κατοχή και τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση το θέμα για το ρόλο της τέχνης και της Λογοτεχνίας είχε τεθεί δυναμικά από του πνευματικούς, νέους κυρίως ανθρώπους. Ως κύριοι εκπρόσωποι της λογοτεχνική ς θεωρίας της Αντίστασης προβάλλονται ο Μ. Αυγέρης, ο Κ. Βάρναλης και ο Ν. Καρβούνης, πιθανότατοι δάσκαλοι των οποίων ήταν ο Μarx, ο Lenin, ο Plechanov και o Belinskij. Το θέμα αυτό ερευνά η Δώρα Μέντη, η οποία επικέντρωσε την έρευνά της στα λογοτεχνικά περιοδικά και κατέγραψε το κλίμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Στη μελέτη της διαφαίνεται καθαρά ο αγώνας που διεξάγεται μεταξύ των λογοτεχνών για την αναγνώριση της ποιητικής τους συνεισφοράς, αλλά και οι διισταμένες απόψεις τους. Η Δώρα Μέντη διατυπώνει: «Η διαχωριστική γραμμή στη μεταπολεμική λογοτεχνική παραγωγή αναφέρεται στην ύπαρξη δύο πόλων, α) της πολιτικής ένταξης, που αφορμάται από το ιστορικό γεγονός της αντίστασης και λειτουργεί επικαιρικά προς τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της αντιστασιακής λογοτεχνίας και β) της δόκιμης λογοτεχνικής ανασύνθεσης της αντίστασης που ωριμάζει με την πάροδο του χρόνου για να δώσει την καλλιτεχνική της έκφραση» (Δ. Μέντη: 1995). Την ίδια στιγμή η «αστική « κριτική θεωρεί τη λογοτεχνική παραγωγή που αναφέρεται στην Αντίσταση, παραγωγή, «χρονογραφημάτων» και «προπαγάνδα της κακιάς ώρας». Είναι εύκολο να αντιληφτεί κανείς ότι οι συζητήσεις για τη λογοτεχνία αυτή την εποχή διεξάγονται μέσα από συγκεκριμένες ιδεολογικές οπτικές γωνίες ενώ δεν τίθενται σχεδόν καθόλου θέμα διαλεκτικής αντιμετώπισης του ζητήματος, υπό την έννοια βέβαια των σφαιρικών συσχετισμών.

ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ.
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΤΙΛΟ

Enlarge this document in a new window
Digital Publishing with YUDU


ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Νίκος Εγγονόπουλος και Μανόλης Αναγνωστάκης

Νίκος Εγγονόπουλος, Ποίηση 1948 και Μανόλης Αναγνωστάκης, Στον Νίκο Ε. … 1949


1. Συγκριτική ανάγνωση

1. Είναι φανερό πως το ποίημα του Αναγνωστάκη αποτελεί «απάντηση» στο ποίημα του Εγγονόπουλου. Αυτό το φανερώνει ο τίτλος (Στο Νίκο Ε...), η χρονολογία (1949, δηλαδή το έτος που κυκλοφόρησε η συλλογή του Εγγονόπουλου), η σκόπιμη μίμηση της ποιητικής γραφής του Εγγονόπουλου από τον Αναγνωστάκη και - πάνω απ’ όλα - η θεματική σχέση.
2. Ο Εγγονόπουλος γράφει το ποίημα του το 1948, έτος που ο εμφύλιος βρίσκεται στο κορύφωμα του. Χαρακτηριστικά της εποχής: ο σπαραγμός, ο θάνατος. Μια τέτοια εποχή θεωρείται αντιποιητική. Η ποίηση δείχνει μάταιη και εξωπραγματική πολυτέλεια. Τι νόημα μπορεί να έχει η ποίηση σε μια τόσο σκληρή εποχή; Πώς είναι δυνατό να λειτουργήσει; Καλύτερα λοιπόν η σιωπή· αυτή θα έδινε ίσως περισσότερο αποκαλυπτικά τη διάσταση της τραγικότητας. Ωστόσο ο Εγγονόπουλος τα επισημαίνει αυτά γράφοντας ποίηση. Τα ποιήματα του διακρίνονται εξαιτίας όλων αυτών για την -πρόσθετη- πίκρα τους και για την ποσοτικά περιορισμένη παραγωγή (τόσο λίγα).
3. Κοιτάζοντας τη μορφή του ποιήματος σταματάμε πρώτα στον τεμαχισμένο λόγο. Βέβαια ο τρόπος αυτός γραφής του Εγγονόπουλου είναι γνωστός από τη θητεία του ποιητή στον υπερρεαλισμό (μαζί με τον Εμπειρίκο και το Γκάτσο της Αμοργού μπορεί να θεωρηθεί από τους πιο αυθεντικούς υπερρεαλιστές). Σε συσχετισμό όμως με το θέμα και την εποχή ο τεμαχισμένος λόγος παίρνει μια πρόσθετη διάσταση: Μοιάζει σα να σπαράχτηκε κι αυτός από το μακελειό. Λόγος ακρωτηριασμένος, σχεδόν συλλαβικός, ένα μοναχικό ψέλλισμα.
4. Αυτόν τον ακρωτηριασμό του λόγου στην εποχή του εμφύλιου σπαραγμού ο Αναγνωστάκης τον υιοθετεί στο δικό του ποίημα γιατί τον αναγνωρίζει. Όμως δεν συμφωνεί με την άποψη της ποιητικής παραίτησης, που προτείνει ο Εγγονόπουλος. Η πολιτική συνείδηση του Αναγνωστάκη, διαμορφωμένη στο χώρο της Αριστεράς, δεν του υπαγορεύει μόνο την ποίηση αλλά και την ποιητική. Περισσότερο αγωνιστικός και περισσότερο κοντά στην ιδέα της στρατευμένης ποίησης, ο Αναγνωστάκης πιστεύει στη ρεαλιστική άποψη της τέχνης - «καθρέφτη» της ζωής και της πραγματικότητας. Πιστεύει τέλος στον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη που συνίσταται στη συμμετοχή και στην καταγραφή του καιρού του, μια καταγραφή που γίνεται ισοδύναμη με την καταγγελία. Με το σκεπτικό αυτό κάθε ιδέα ποιητικής παραίτησης θα μπορούσε να θεωρηθεί λιποταξία.