Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ: «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»



 

   Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» που εκδίδεται το 1928, όταν η Μαρία Πολυδούρη έχει επιστρέψει από το Παρίσι και συνεχίζει τη νοσηλεία της, από το νοσοκομείο Charité στο νοσοκομείο «Σωτηρία» της Αθήνας.
   Η συλλογή αποτελείται από τέσσερις ενότητες ποιημάτων: «Χαμόγελα», «Ξεφάντωμα», «Ο μοιραίος δρόμος», «Οι τρίλιες που σβήνουν».
   Το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» ανήκει στην ενότητα που χάρισε και τον τίτλο σ’ όλη τη συλλογή, «Οι τρίλιες που σβήνουν».
   «Τρίλια» στη μουσική σημαίνει την πολύ γρήγορή επανάληψη δύο συνεχόμενων φθόγγων που βρίσκονται σε απόσταση τόνου ή ημίτονου. Σημαίνει ακόμα τον τρόπο κελαηδήματος, που μοιάζει με τη μουσική τρίλια. Άρα και ο τίτλος προϊδεάζει για την ποιητική που δημιούργησε η Μαρία Πολυδούρη. Μία ποιητική που διακρίνονταν από τους ελάσσονες τόνους, την ατμοσφαιρικότητα, την υποβλητική μουσικότητα, στοιχεία που εξέφραζαν τη θλίψη, τη μελαγχολία, τη νοσταλγία, την απόγνωση.
   Ανήκει η Μαρία Πολυδούρη στη νεορομαντική σχολή, η οποία στηρίχθηκε σε ρομαντικές και συμβολιστικές καταβολές και επεδίωξε την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό της παραδοσιακής ποίησης τονίζοντας ιδιαίτερα το λυρικό στοιχείο του στίχου.
   «Ολόκληρη η ποιητική της, ορμεμφυτική και αναδιοργάνωτη κατά τα άλλα, στηρίζεται στους εκφραστικούς τονισμούς και γενικότερα στην ηχητική εκφραστικότητα του στίχου. Οι τονισμοί διαγράφουν τις διακυμάνσεις και τις αποχρώσεις του αισθήματος, και το αίσθημα δίνει τον προσωπικό χαρακτήρα στη φωνή της και απηχεί το συναισθηματικό κλίμα της εποχής…»
   Η Μαρία Πολυδούρη «έζησε σύμφωνα με τις αρχές της και στην ποίηση της άφησε να περάσει μόνον ό,τι επέτρεπε η ποιητική συνταγή: του νεορομαντισμού το πάθος για ζωή, το πάθος για τον έρωτα, τη συντριβή για ό,τι δεν έζησε, τη φθαρτότητα, τη σκιά θανάτου, τον ίδιο το θάνατο. Οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν αντιποιητικό….»

   Τίτλος του ποιήματος
   «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» (Σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο το οποίο παραθέτει το κείμενο, από την ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Η χαμηλή φωνή», Νεφέλη, 1990).
   Στα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη, εκδόσεις Αστέρι 1982, το ποίημα παρατίθεται με τον τίτλο «Γιατί μ’ αγάπησες».

   Ο τίτλος παρουσιάζει τα πρόσωπα: β΄ ενικό και α΄ πρόσωπο ενικό και το ρήμα δίδει τη σχέση των δύο προσώπων: «αγάπησες» η αγάπη του εσύ για το με είναι η αιτία του διαλόγου, που θα ανοίξει μεταξύ των δύο προσώπων, και εμείς ως αναγνώστες θα τον γνωρίσουμε μέσα από τους στίχους που ακολουθούν.
   Αν θεωρήσουμε ότι το απρόσωπο, το ποιητικό υποκείμενο είναι η ποιήτρια, τότε η ποιήτρια συνδιαλέγεται με το εσύ, συνδιαλέγονται η Ποίηση και η Ζωή με λυρισμό και πάθος γιατί υπάρχει η αγάπη, που αναδεικνύει τη σχέση εξάρτησης μεταξύ τους και την αλληλοαναφορά τους.
   Η ύπαρξη, κυριαρχική και βαρύνουσα, του «μόνο», μοναδική αιτία του διαλόγου η αγάπη, επιβεβαιώνει ότι το ποίημα έχει άξονα αναφοράς τον Έρωτα, ένα ποιητικό, ερωτικό κείμενο με συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις, ενταγμένο στο νεορομαντισμό, εκεί που η Μαρία Πολυδούρη εναπόθεσε τα συναισθήματά της με «όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές».
   Το ποίημα αποτελείται από εννέα (9) πεντάστιχες στροφές. Στο σχολικό βιβλίο οι στροφές 4,5,6,8 παραλείπονται.

     Ανάλυση
  •    Στην α΄ στροφή το ποιητικό εγώ εξομολογείται:
            Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
            στά περασμένα χρόνια.

   Δύο ρήματα: «τραγουδώ», ενεστώτας, παρόν και «αγάπησες», αόριστος, παρελθόν, που υπογραμμίζεται κι από το χρονικό προσδιορισμό «στα περασμένα χρόνια». Το τώρα ένα τραγούδι αποτέλεσμα της αγάπης του τότε. Το ποιητικό εγώ εξομολογείται ότι τώρα γράφει ένα τραγούδι, γιατί κάποτε στο παρελθόν αγαπήθηκε. Η αγάπη ως συναίσθημα που βιώθηκε τότε, βιώνεται και τώρα πολύ έντονα αλλά και ως κίνητρο με αποτέλεσμα το τραγούδι (τραγωδώ – η σύγκρουση των συναισθημάτων). Ο Έρωτας, η Αγάπη που γίνεται Ποίηση.
   Αν λάβουμε υπόψη μας ότι το ποίημα ανήκει στην ενότητα «ποιήματα για την ποίηση» του σχολικού βιβλίου, η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη στο διάλογό της με την ποίησή της θεωρεί αυτή ως «μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικό της κόσμου».

Κώστας Καρυωτάκης - Μαρία Πολυδούρη: Ιδανικοί Αυτόχειρες



   Ο Κώστα Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη υπήρξαν αξιόλογοι ποιητές, αλλά και τραγικοί εραστές, που οδηγήθηκαν εν τέλει στο θάνατο. Πολλά έχουν γραφτεί για το ποιητικό τους έργο, αλλά ελάχιστα έχουν δει το φως της δημοσιότητας για το ερωτικό τους ειδύλλιο και τον ψυχισμό των δύο ποιητών.
   Είναι Απρίλης του 1922 όταν μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών η Μαρία Πολυδούρη. Ανάμεσα στους συναδέλφους της η εικοσιενός χρονών Μαρία θα ξεχωρίσει τον Κώστα Καρυωτάκη. Διστακτικά στην αρχή, με μεγαλύτερη τόλμη αργότερα λαμβάνει μέρος στις φιλολογικές συζητήσεις του γραφείου, γεγονός που τη βοηθάει να οργανώσει τις σκέψεις της και να πλουτίσει τις γνώσεις της.
   Ο έρωτάς τους δε θα αργήσει να ξεσπάσει. Ο Καρυωτάκης εντυπωσιάζεται από τα μαύρα εξαίσια μάτια της, το κυπαρισσένιο κορμί της, το γεμάτο ψυχικότητα πρόσωπό της, μα προπαντός από τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρας της μ’ όλες τις απότομες μεταπτώσεις. Η Πολυδούρη απ’ την πλευρά της βλέπει στο πρόσωπο του ποιητή την αναγνωρισμένη επιβολή του στην ποίηση, ενώ την έλκει και η ανάγκη να αποκτήσει έναν οδηγό στις πρώτες της λογοτεχνικές αναζητήσεις, τρέφοντας ταυτόχρονα την ελπίδα ότι το φτωχό κορμί του ποιητή κρύβει έναν ελεύθερο του αναστήματός της.
   Πράγματι η Πολυδούρη ήταν πολύ μπροστά για την εποχή της, αφού συνήθιζε κοινές εξόδους με άντρες και συναδέλφους της, γεγονός απαγορευτικό για την εποχή, αλλά τολμούσε να προτείνει όλα όσα ο Καρυωτάκης έπρεπε να προτείνει. Να αγαπηθούν, να συνδεθούν, να φιληθούν, με τολ-μηρότερο όλων την πρόταση γάμου που του έκανε. Ο Καρυωτάκης αντίθετα την φοβάται. Με έμφυτη δειλία κρύβεται πίσω από την πρόφαση της κομπλεξικής του εμφάνισης και στο τέλος απαρ-νιέται τον έρωτα της Πολυδούρη.
   Χαρακτηριστικά αναφέρει για την περίπτωση Καρυωτάκη, ο Βαρίκας: «Ο εγωκεντρισμός του τον απομακρύνει από τον έρωτα.... Ο Καρυωτάκης μαζί με όλη την γενιά του διακρίνεται ακριβώς από τον πιο αρρωστημένο σκεπτικισμό. Η αφηρημένη σκέψη, η προσπάθεια του υπολογισμού και των πιο ελαχίστων λεπτομερειών κάθε μας κίνησης, η έμμονη ιδέα του μάταιου κάθε προσπάθειάς μας, με την οποίαν πλησιάζει τα γεγονότα, δεν τον αφήνει ελεύθερο να χαρεί αυτή καθ’ αυτή την ενέργεια έξω και μακριά από τα αποτελέσματά της. (...) Ο σκεπτικισμός στένεψε απελπιστικά τον εσωτερικό του κόσμο. Αποξήρανε κάθε ζωικό χυμό του. Ανάμεσα στον εαυτό του και στον εξωτερικό κόσμο παρεμβαίνει πάντα το σκοτεινό φάσμα του σκεπτικισμού και της απαισιοδοξίας του που παραμορφώνει τις εικόνες του και εξαφανίζει τον πλούτο της ποικιλίας του».
   Παρ’ όλα αυτά η θέρμη της σχέσης τους φαίνεται μέσα από τα κείμενα που έχουν σωθεί. Το Μάη του 1922 γράφει ο Καρυωτάκης «Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’ αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν’ αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη; (...) Ένα «Τάκη!» ή ένα «που είσαι;», καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει φτάνουν βαθιά στην καρδιά μου. Ήθελα πράγματι να είμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο (...) καλύτερα όμως -το ομολογώ- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί πιο ελεύθεροι από τώρα..».
   Αλλά και η Πολυδούρη στο ημερολόγιό της, το Μάη του 1922 εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμμιά αμφιβολία πιά! (...) Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;» Ενώ αργότερα σε ένα σπαρακτικό γράμμα τον καλούν να ζήσουν μαζί: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ’μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δύο, αλλά τι μ’ αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν».
   Η οριστική απάντηση του Καρυωτάκη θα δοθεί σ’ έναν περίπατό τους στο Φάληρο. Θα αρνηθεί την πρόταση της Πολυδούρη επικαλούμενος ότι δεν έχει το δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα, γιατί πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα. Στην πραγματικότητα η Πολυδούρη δεν θα τον πιστέψει, υποθέτοντας ότι ο καλός της δε θέλει να την παντρευτεί, επειδή έχει αποκτήσει κακή φήμη με τον τρόπο ζωής που κάνει. Η πτώση του στα μάτια της είναι μοιραία, και χωρίζουν Της προτείνει να συνεχίσουν την φιλία τους και τη διαβεβαιώνει ότι δε θα πάψει να την αγαπά. Αυτή όμως νοιώθει μειωμένη και ταπεινωμένη. Θα δεχτεί την αλλαγή μορφής στη σχέση τους και θα κρύψει τον σπαραγμό της έως ότου έξι χρόνια μετά, θα γράψει πλημμυρισμένη από τύψεις:

Πολυδούρη, «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες...» της Mαρίκας Θωμαδάκη, Αν. Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Αθηνών


   Η συνάντηση της Πολυδούρη με τον Κώστα Καρυωτάκη οδηγεί τα ποιητικά βήματα της νεαρής υπαλλήλου της Νομαρχίας και φοιτήτριας της Νομικής Αθηνών, σε περιοχές όπου διατρίβει το απόλυτο ιδανικό. Η ψυχή της ποιήτριας δίνεται ολοκληρωτικά στο απόλυτο πάθος και στην αναζήτηση διόδων που θα παγίωναν την ένταξη του «ιδανικού αυτόχειρα» στη Ζωή.
   Το πλήρες δόσιμο στον αγώνα για τη ζωοφόρο ένωσή της με τον πεισιθάνατο ποιητή, θα χαρίσει στην Πολυδούρη μεταθανάτια είσοδο στον κύκλο των χαμένων ποιητών, στην άχρηστη ίσως δόξα της μη επίσημης «ερωμένης» του Καρυωτάκη, που επιλέγει τελικώς το θάνατο.
   Όλα συμβαίνουν πολύ γρήγορα. Ό,τι πρόλαβαν να ζήσουν δεν ήταν παρά το σύντομο ανοιγόκλειμα στις γρίλιες του χρόνου:
     Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
     μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια...
   Κι ύστερα σκοτάδι. Η Μαρία βιώνει ολομόναχη την τραγική κλιμάκωση της εξόδου από τα εγκόσμια, του αγαπημένου της πρώτα και της δικής της μετά:
     Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα
     σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
   Η ποίησή της που λικνίζεται στους ρυθμούς της Ζωής, εμβολιάζεται βαθμιαία από υλικό θανάτου.
Το 1925 η Πολυδούρη προσπαθεί να βρει στο Παρίσι καινούριο φως, μια νέα ίσως υπόσταση για την ποίησή της. Όμως, το τραγούδι της «κολλάει» απελπιστικά και αμετάκλητα στην παραφορά που γνώρισε κοντά στον Καρυωτάκη: Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες...
     Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
     μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα...
   Η Πολυδούρη βυθίζεται στο Χρόνο, τον ουδετεροποιεί και τον εξουδετερώνει ανάγοντας το παρελθόν σε σήμερα, ένα σήμερα που τη βρίσκει στη «Σωτηρία» άρρωστη από φυματίωση και φτωχή... Τώρα θα συναντήσει επιτέλους τον μεγάλο απόντα. Η ύπαρξή της εκπληρώθηκε πλέρια στην Αγάπη:
     Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
     μένα η ζωή πληρώθη...
   Στην ύστατη ώρα η Πολυδούρη, υπερήφανη και πάντα μόνη, μοιάζει να ευγνωμονεί την τρομερή αρρώστια που την αποδεσμεύει λυτρωτικά από τις γήινες μορφές, που της ανοίγει την πόρτα του απόλυτου. Στην τελευταία «επωδό» του τραγουδιού της, ο αναγνώστης κοινωνεί το πάθος μιας άρτια βιωθείσας αγάπης:
     Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
     έζησα, να πληθαίνω
     τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
     κι έτσι γλυκά πεθαίνω...
   Η βιωματική ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη αντανακλά, ως ένα βαθμό, τη «νεορομαντική σχολή», που αναπτύσσεται στον αστερισμό του μεσοπολέμου, περιόδου αναζητήσεως πολιτικής ισορροπίας στην Ελλάδα. Μικρασιατική καταστροφή, εθνική κρίση, οικονομικό χάος, κοινωνική ρευστότητα, συνθέτουν μία βασική υπαρξιακή αβεβαιότητα. Η ποίηση και, κυρίως, το βίωμα που την τροφοδοτεί, δέχονται το εξωτερικό ερέθισμα και το μετουσιώνουν σε λογοτέχνημα. Αυτό θα συμβαίνει όσο υπάρχουν άνθρωποι...
   Ίσως πρέπει μόνο να επανατοποθετήσουμε τη θεματική στα καθ' ημάς. Στο τραγούδι της Πολυδούρη ίσως να ταιριάζει σήμερα (γιατί όχι; ) μια «απάντηση» σαν αυτή που δίνει η λαϊκή φωνή του Μητροπάνου:
     «Μη μ’ αγαπάς, χαλάς την πιάτσα».
     Γιατί, ίσως πράγματι στις μέρες μας,
     «στην Αθήνα η αγάπη δεν πουλά...»

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ



   «Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια φυσική φωνή ως φορέας συναισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των συναισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδουρη μοιάζει να' ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να 'χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση, σάμπως ο παράγων Τέχνη να 'ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση ψυχής.»
   «Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση» ( Γιώργος Θέμελης)
   Τα ίδια, περίπου, παρατηρεί και ο Κώστας Στεργιόπουλος:
   «Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο - τόσο κυριαρχικό σε όλους τους - ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος.»
   Αλλά και ο Τέλλος Άγρας και ο Γιάννης Χατζίνης:
   «Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ' όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη, τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος.»
   «Η ποιητική έκφραση είναι γι’ αυτήν ζωτική ανάγκη, γιατί λειτουργεί σαν πράξη λύτρωσης από τα πάθη της, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την ψυχική της ηρεμία. Μπροστά σ' αυτή την επιτακτική ανάγκη έκφρασης, τα ζητήματα τεχνικής περνούν σε δεύτερη μοίρα.
   Αδυνατεί και, κυρίως, αδιαφορεί να υποτάξει το χειμαρρώδη λυρισμό της σε συμμετρικά σχήματα» (Τέλλος Άγρας).
   Ο συνηθισμένος τύπος λογοτέχνη είναι αυτός που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ' τη στιγμή που θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δική της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειό της διέξοδο». (Γιάννης Χατζίνης)

   ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
   1. Εντάσσεται στο λογοτεχνικό κλίμα του μεσοπολέμου. Σταθμός αυτής της περιόδου είναι η μικρασιατική καταστροφή του 1922, που ναυάγησε τις ελπίδες και τα όνειρα του νεότερου ελληνισμού.
   2. Τοποθετείται χρονικά στους επιγόνους της νεορομαντικής σχολής και συμπορεύθηκε με τη γενιά του Καρυωτάκη.
   3. Το βιωματικό υλικό στάθηκε η αποκλειστική πηγή έμπνευσής της και μεταγραφόταν αυτούσιο άμεσα στην ποίησή της.
   4. Είναι φύσει και θέσει ρομαντική, αυθεντική, πρωτότυπη, γνήσια.
   5. Αδιαφορεί να υποτάξει τον χειμαρρώδη λυρισμό της σε συμμετρικά σχήματα. Αυτό που διασώζει την ποίησή της είναι η γνησιότητα του πάθους, που οδηγεί συχνα σε ανεπανάληπτες δραματικές κορυφώσεις και η μουσικότητα του στίχου που αποδίδει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις.
   6. Η λυτρωτική λειτουργία της ποίησης βοηθά την Πολυδούρη να βρει διέξοδο στο εκρηκτικό πάθος της, το οποίο εκδηλώνεται σε δύο άξονες: τον έρωτα και τον θάνατο.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Μαρία Πολυδούρη, «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»


   1. Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια η φυσική φωνή ως φορέας αισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται η τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που κρατεί στο επίπεδο των αισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη μοιάζει να ’ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς νά ’χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση, σάμπως ο παράγων Τέχνη νά ’ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση της ψυχής.
   [...] Τα αισθήματα επίσης είναι γνωστά, μάλλον ένα και μόνον αίσθημα: ο έρωτας και μάλιστα ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας. Όμως όλα τούτα τα γνωστά τα σώζει μια πνοή αλήθειας, που ενώ είναι κατάσταση ζωής, δε βουλιάζει στη πεζολογία που πληγώνει, κατορθώνει και κινείται τις περισσότερες στιγμές επάνω απ’ την τριβή, είναι, να πει κανείς, το τριμμένο διασωμένο μέσα σ’ έναν αέρα μουσικής, που βεβαιώνει την παρουσία της ψυχής, μιας ψυχής γυναικείας με την ιδιαίτερη εκείνη υφή της θηλυκότητας.
   [...] Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση.
   [...]

          Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
          μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
          μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο.
          ...
         Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
         με την ψυχή στο βλέμμα,
         περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
         της ύπαρξης μου στέμμα.
         ...
         Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
        Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

    Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης.
Γιώργος Θέμελης, Νεοέλληνες Λυρικοί, (Βασική Βιβλιοθήκη, τόμ. 29), εκδοτ. Οίκος Ι.Ν. Ζαχαρόπουλος, 1959, σ. 50-52

   2. Όμως και πάλιν, για να βαστάξει τον πόνο της και να δικαιώσει τη ζωή της - με την πιο μεστή και εξαίσια δικαίωση - και για ν’ αντιπροβάλει ένα φως στο μέγα σκοτάδι του φριχτού Οράματος, της φτάνει που ένας άνθρωπος την αγάπησε, της φτάνει που ένας άνθρωπος την κράτησε στα χέρια του μια νύχτα και τη φίλησε στο στόμα. Είναι τόσο πλούσια, τόσο μεγάλη αυτή η χαρά, ώστε τη γεμίζει ακόμα και νικάει τον πόνο της, και η ματωμένη φωνή που σκίζεται - μα και πού βρίσκει πάντα τη δύναμη να ’ναι ένας γλυκύτατος κελαϊδισμός - ξεχύνεται στο πιο θεσπέσιο κι ακράτητο ερωτικό υμνολόγημα:

          Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
          ..............................................................
   Κ[λέων] Π[αράσχος], Μα Εστία, τόμ. 2, τεύχ. 78, 15-3-1930 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, Εισαγωγή - Επιμέλεια - Σχολιασμός, Τάκης Μενδράκος, εκδ. Αστέρι, 1982, σ. 257-265.

   3. Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο - τόσο κυριαρχικό σε όλους τους - ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος.
   [...] Γιατί, πέρα απ’ τις κοινότοπες συναισθηματικές διαχύσεις, η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωση της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον είχε κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά «στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή».
   Κώστας Στεργιόπουλος, Η ανανεωμένη παράδοση, Η Ελληνική Ποίηση, Εκδ. Σοκόλη, 1980 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π., σ. 267-271.

   4. Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ’ όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος.
   [...] Είναι λυρική και όχι μόνον υπό την γραμματολογικήν έννοιαν, αλλά και υπό την τεχνικήν, τουτέστιν εις την ουσίαν και την υφήν της ποιητικής μορφής, όπου επιδιώκει την λεπτότητα, την λιτότητα, την δια-φάνειαν και την οξύτητα. Η λυρική ελεγεία εμφανίζεται εις σημεία τίνα του έργου της μετ’ αρτιότητος ουχί συνήθους.
   Τέλλος Άγρας, άρθρο στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Τ. Μενδράκος, ό.π. 266-270.

   5. Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι, εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτα της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό που λέγεται «Γιατί μ’ αγάπησες» και που ’φτάνε για τη ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία της φωνή ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονίσιου τραγουδιού μέσα στη νύχτα που ολοένα υψώνονταν κυρίαρχη γύρωθε κι απάνωθέ της μ’ όλα της τα σκότη, αλλά και μ’ όλα της τ’ αστέρια ακόμα.
   Άγγελος Σικελιανός, ΕλληνικόνΗμερολόγιον «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», 1945, τόμ. Β’ και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, επιμ. Ι. Μενδράκος, ό.π., σ. 272-274.

   6. Δεν ξέρουμε αν η ίδια η ποιήτρια είχε συνείδηση της εξαιρετικής οξύτητας των ερωτικών της κραυγών. Προπάντων, αν είχε σκεφθεί άμεσα τον αναγνώστη, αν έγραφε για τον αναγνώστη, μ’ άλλα λόγια για τη φήμη. Ο συνηθισμένος τύπος του λογοτέχνη είναι εκείνος που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ’ τη στιγμή που θα βρουν έκφραση καλλιτεχνική. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δική της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειο της διέξοδο.
[...] Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως φτάνει ν’ αγγίξουμε με το δάχτυλο την πληγή της Πολυδούρη, για να νιώσουμε να μας διαπερνάει το ρίγος που έκανε και την ίδια να βγάζει αυτές τις κραυγές:

              Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
              ..............................................................

   Πότε άλλοτε η ποίησις μας ανέβασε σε τέτοιες κορυφές ερωτικής απελπισίας;
   Γιάννης Χατζίνης, «Η ζωή και η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη», Καθημερινή, 29-9-1954 και Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, ό.π., σ. 282-289.

Βιογραφία της Μαρίας Πολυδούρη

Μαρία Πολυδούρη, Η θλιμμένη προγκίπισσα

   Η Μαρία Πολυδούρη δεν είναι ηρωίδα ρομάντζου. Γεννήθηκε και έζησε σε μια εποχή συντηρητική, που τη συνέθλιψε. Δεν υπήρξε μόνο θύμα του εαυτού της - είναι αλήθεια ότι διακατεχόταν από μια ανίκητη τάση αυτοκαταστροφής- αλλά και του κλίματος που επικρατούσε γενικά και ιδιαίτερα της κοινωνικής μοίρας της ως γυναίκας.
   Eξετάζοντας αυτό το αστέρι του αιώνα μας που τόσο μικρή τροχιά διένυσε θα διαπιστώσουμε από τη μία μεριά, μια αντίθεση ανάμεσα στις ιδέες της και τις αρχές της και από την άλλη, στο ποιητικό της έργο.
   Ενώ οι ιδέες της είναι πολύ προοδευτικές για την εποχή, η ποίησή της -επηρεασμένη, αναμφι-σβήτητα, σε μεγάλο μέρος από τον Καρυωτάκη- διακρίνεται για το στοιχείο του πεσιμισμού: Υμνεί τον έρωτα και το θάνατο. Είχε ριζώσει τότε ο νεορομαντισμός, που διαπότιζε την ποίηση.
   Όμως, στον πεζό λόγο είναι αδέσμευτη. Τόσο στο ημερολόγιό της όσο και στην άτιτλη νουβέλα της παρουσιάζει τις αντιλήψεις της εποχής και σαρκάζει τις συμβατικότητές της.
   Οι αντίθετες αυτές πλευρές συνθέτουν μία από τις σπάνιες προσωπικότητες και ολοκληρώνουν έναν ακέραιο άνθρωπο. Ένα πνεύμα σταθερό, ανυποχώρητο και ασυμβίβαστο, που εύκολα δεν μπορούσε να το «σηκώσει» το πνεύμα των καιρών. «Τι θαρραλέα και τι σπουδαία γυναίκα!», γράφει η Λιλή Ζωγράφου στο βιβλίο της «Καρυωτάκης, Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης».
   «Φυσούσε μέσα της ένας σίφουνας, που την έσπρωχνε να πηδά άφοβα πάνω από τους ανόητους φραγμούς που την εμπόδιζαν να δει την αλήθεια. Αυτός ο σίφουνας τη σήκωσε στα 18 της -τόλμη¬μα τρομαχτικό- από την Καλαμάτα και την έφερε στην Αθήνα του ’20».

   Τα πρώτα χρόνια
   Η Μαρία γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1902 στην Καλαμάτα από την Κυριακή και τον Ευγένιο Πολυδούρη, φιλόλογο καθηγητή. Μια εποχή ιδιαίτερα αντιφατική, με βαλκανικούς πολέμους και διχασμούς, τη μικρασιατική καταστροφή και τα νέα κοινωνικά δεδομένα.
   Όταν έγινε τριών ετών, ο πατέρας της πήρε μετάθεση για το Γυμνάσιο Γυθείου. Εκεί η Μαρία θα τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο.
   Όσο μεγάλωνε, γινόταν ένα παιδί στοχαστικό με αντιφατικές εκδηλώσεις και ανησυχίες για τους δικούς της. Άλλοτε ήταν ολότελα μελαγχολική και άλλοτε είχε βίαια και ασυγκράτητα ξεσπάσματα χαράς. Είχε αρχίσει να προξενεί εντυπώσεις στον περίγυρό της.
   Οι εκδηλώσεις της ξεπερνούσαν τα όρια του συνηθισμένου. Έτρεφε απέραντη αγάπη και ακατα-νίκητη έλξη για τη θάλασσα. Πολλές φορές στο σχόλασμα από το σχολείο της ξεμάκραινε από τα άλλα παιδιά και ολομόναχη περπατούσε στην παραλία του Γυθείου.
   Αν, πάλι, όταν περπατούσε σε έναν δρόμο, άκουγε κλάματα και μοιρολόγια, πήγαινε αθόρυβα και τρύπωνε σε μια γωνία και στεκόταν εκεί ώρες ολόκληρες. Ύστερα έφευγε τρεμουλιάζοντας.
   Κι όταν κάποτε τη ρώτησε η μητέρα της γιατί πηγαίνει να ακούει μοιρολόγια, αφού βγαίνει από εκεί άρρωστη, έδωσε την απάντηση σαν να τα είχε χαμένα: «Μ’ αρέσει να λυπάμαι».
   Το πάθος της οικογένειας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η ρομαντική ποίηση και το ρομαντικό μυθιστόρημα. Αν τύχαινε να επισκεφθεί την οικογένεια κάποιος με αντίθετα πολιτικά φρονήματα, όλοι αποφεύγανε από ευγένεια την πολιτική συζήτηση για να μη θίξουν τον επισκέπτη τους. Η Μαρία, όμως, δεν κρατιόταν. Άρχιζε την επίθεσή της και η πολιτική συζήτηση άναβε για τα καλά! Εγκολπωνόταν τις δημοκρατικές αρχές της οικογένειας, με αποτέλεσμα σε ηλικία 16 ετών να στείλει συγχαρητήριο τηλεγράφημα σε βουλευτή του Κόμματος των Φιλελευθέρων που είχε εισηγηθεί στη Βουλή για τη γυναικεία ψήφο.
   Στην ηλικία των 14 ετών δημοσιεύτηκε το πρώτο της έργο στο περιοδικό εργοχείρων «Ο Οικογενειακός Αστήρ». Ήταν ένα πεζοτράγουδο με τον τίτλο «Ο πόνος της μάνας». Εκείνες τις μέρες η θάλασσα είχε βγάλει το πτώμα ενός νέου ναυτικού στην ακτή των Φιλιατρών. Η Μαρία συγκλονίστηκε όχι τόσο από τα χαμένα νιάτα του πνιγμένου όσο από τον σπαραγμό της μάνας.
   Το 1918 η Μαρία τελειώνει το Γυμνάσιο και ύστερα από εξετάσεις διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Αποφάσισε να μη σπουδάσει φιλολογία, όπως επιθυμούσαν οι γονείς της, αλλά νομικά. Οι γονείς της μπροστά στο πείσμα υποχώρησαν. Πολλά πράγματα της κεντρίζουν τη φαντασία. Θα ψάχνει μια ιδανική ευτυχία. Θα τη χαρακτηρίζει το ανικανοποίητο. Η διαρκής ανησυχία και η αναζήτηση.
   Το 1920 δέχεται δύο δυνατά χτυπήματα: Πεθαίνει ο πατέρας της και ύστερα από σαράντα μόλις μέρες η μητέρα της. Εκείνο το διπλό θανατικό είναι φοβερό για τη Μαρία και θα σημαδέψει τη ζωή της.
   Λίγο αργότερα θα γράψει στο ημερολόγιό της: «Καημένη μαμά μου, δεν θα ξεχάσω τα δάκρυά σου τις προηγούμενες ημέρες πριν αφήσεις τον κόσμο. Δάκρυα πικρά που έχυνες από λύπη ότι δεν θα ακουγόσουν ή για την τύχη του παιδιού σου;».
   Αν η Μαρία έδειχνε κάποια αδιαφορία για τους άλλους, ήταν κάτι ολότελα φαινομενικό. Πάντως, οι παραπάνω δύο θάνατοι θα την εξοικειώσουν με το τραγικό τέλος της ανθρώπινης ζωής και θα την κάνουν να νιώσει μια ματαιότητα των εγκόσμιων.

   Η κάθοδος στην Αθήνα
   Σε μια εποχή όπου ο ελληνικός στρατός πολεμάει στη Μικρά Ασία και αρχίζει η κρίσιμη για την Ελλάδα καμπή του πολέμου με την αντεπίθεση του Κεμάλ (1921), η Μαρία εγγράφεται στη Νομική. Επίσης, ζητάει και πετυχαίνει μετάθεση στη Νομαρχία Αττικής και Βοιωτίας. Νομάρχης ήταν τότε εκεί ο λογοτέχνης και ποιητής Νικόλαος Πετιμεζάς-Λαύρας.
   Εκεί θα γνωρίσει και το μεγαλύτερο και τραγικό έρωτα της ζωής της: Τον ποιητή των «Νηπενθών» Κώστα Καρυωτάκη. Ο Καρυωτάκης, που υπηρετούσε ως υπάλληλος στην ίδια Νομαρχία, δεν άργησε να γοητευθεί από τη Μαρία, που ήταν πολύ όμορφη κοπέλα με μεγαλοπρεπή κορμοστασιά, σταθερό και χαριτωμένο βάδισμα, όμορφα μάτια, χλωμό μακρύ πρόσωπο με σωστές αναλογίες, που το πλαισίωναν πλούσια μαύρα μαλλιά.
   Οι δύο νέοι ήταν φυσικό να συνδεθούν στενά. Είχαν κοινά ενδιαφέροντα: Τη λογοτεχνία. Είχαν κοινές εμπειρίες: Την αποπνικτική ατμόσφαιρα της επαρχιακής ζωής, την τσακισμένη τους ευαισθησία από την ακατανοησία του περίγυρου. Ο Καρυωτάκης την ενθαρρύνει να συνεχίσει το γράψιμο, αλλά ταυτόχρονα της μεταδίδει την απαισιοδοξία του.
   Ο μελαγχολικός ποιητής τη βοηθά να βγει στο προσκήνιο ως ποιήτρια. Εμφανίζεται, λοιπόν, το 1922 από τον «Έσπερο» της Σύρου. Η Πολυδούρη είναι γενναία και ικανή να αναπτύξει τολμηρές πρωτοβουλίες. Θα ζητήσει με ένα γράμμα από τον αγαπημένο της να παντρευτούν.
   Εκείνος θα αρνηθεί με τη δικαιολογία ότι πάσχει από «χρόνιο νόσημα» κι όταν αυτή θα επιμείνει, ο Καρυωτάκης τής δίνει την οριστική -αρνητική- απάντηση. Εκείνη πληγώνεται καίρια και ο δεσμός τους διακόπτεται.
   Όσες φορές συναντιούνται και μιλούν, καμιά λέξη δεν ξεστομίζει η Μαρία για έρωτα. Κρατά τον εγωισμό της και την αξιοπρέπειά της, γεγονός για το οποίο έξι χρόνια αργότερα, όταν αυτός θα έχει πεθάνει, θα γράψει πλημμυρισμένη από τύψεις: «Α, τώρα κάτω από τη φρικτή τύψην αυτή θα σκύβω πως ούτε πήρα το άξιό σου δώρο που μου δινόταν».
   Το καλοκαίρι του 1925, αφού τελείωσε το Ημερολόγιό της, έφυγε για τη Φτέρη του Αιγαίου, εγκαταστάθηκε σε ένα ξενοδοχείο για να παραθερίσει και εκεί έγραψε μια άτιτλη νουβέλα, που δεν τη δημοσίευσε ποτέ.
   Έχει στο μεταξύ γνωριστεί με τον νεαρό δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, που είχε κάνει σπουδές στην Ευρώπη. Η γνωριμία αυτή δεν άργησε να καταλήξει σε αρραβώνα.
   Τότε, όμως, τυχαίνει να βεβαιωθεί από κοινούς φίλους ότι στην πραγματικότητα η υγεία του Καρυωτάκη στεκόταν εμπόδιο στο γάμο τους. Ένας σεισμός την τράνταξε. Πλημμύρισε από συγγνώμη και μεταμέλεια για την αδικία που του έκανε. Γράφει για αυτό το θέμα ποιήματα και πεζά.
   Μα ο Καρυωτάκης δεν περίμενε ούτε συγχώρεσε ποτέ τον αρραβώνα της και οι φιλικές σχέσεις τους είχαν διακοπεί και δεν αντάλλασσαν ούτε χαιρετισμό. Όταν η Μαρία συνειδητοποιεί ότι χάνει οριστικά τον ποιητή της, πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη.
   Σε αυτήν την κατάσταση η Μαρία νιώθει πως είναι αδύνατον να συνεχίσει τη σχέση μνηστείας με το Γεωργίου. Έτσι, διαλύει τον αρραβώνα της, στέλνοντάς του ένα γράμμα γεμάτο ειλικρίνεια και εντιμότητα.

   Ανεκπλήρωτη ζωή
   Η ζωή στο Παρίσι θα γίνει πολύ δύσκολη. Η αδενοπάθεια που την είχε προσβάλει θα εξελιχθεί σε φυματίωση, που την εποχή εκείνη σημαίνει θάνατο. Η Μαρία θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα εισαχθεί κατευθείαν στο Σανατόριο Σωτηρία. Είναι πλέον φυματική. Μια μέρα, αναπάντεχα, θα την επισκεφθεί ο Καρυωτάκης. Ετοιμαζόταν να φύγει για μετάθεση για την Πρέβεζα και πήγε να τη δει. Ο ποιητής της δε δείχνει θυμό ούτε ψυχρότητα, αλλά χαρά και επιείκεια. Μα κι αυτήν τη φορά παριστάνει τη δυνατή. Ο Καρυωτάκης αυτοκτονεί στην Πρέβεζα στις 28 Ιουλίου 1928. Η είδηση είναι χαριστική βολή για τη Μαρία. Μεταφέρεται το Φεβρουάριο του 1930 σε μια κλινική στα Πατήσια για να έχει ανθρώπινο τέλος.
   Το τέλος ήρθε λίγο πριν από τα χαράματα της 29ης Απριλίου 1930. Ο θάνατός της ήταν μια τραγική επαλήθευση μιας ποιητικής της προφητείας και επισφράγισε μια ζωή ανεκπλήρωτη, λειψή.

Μαρία Πολυδούρη (1902 -1930)


"Μόνο γιατί μ’ αγάπησες"
Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.

Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι’ αυτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρίγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.

Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.

Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.
(Οἱ τρίλιες πού σβήνουν, 1928)

Τα σύμβολα στην ποίηση του Καβάφη


   Η ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη δεν επικεντρώνεται στο ατομικό περιστατικό ή την αλήθεια ενός προσώπου, είναι ποίηση που επιχειρεί να αποτυπώσει διαπιστώσεις για τη ζωή οι οποίες να εκφράζουν μια καθολική αλήθεια. Ο Καβάφης ήταν ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος που με την οξυδερκή παρατηρητικότητά του, με τη συνεχή μελέτη, καθώς και τις προσωπικές του εμπειρίες είχε κατορθώσει να δημιουργήσει μια στέρεα θεωρία για τους βασικούς αρμούς της ζωής των ανθρώπων. Η ατομική ελευθερία, ο θάνατος, η αξιοπρέπεια, η ήττα, το ηθικό χρέος, οι προσωπικές επιδιώξεις και η ανάγκη για ανανέωση, διατρέχουν και συνέχουν τις πράξεις των περισσότερων ανθρώπων. Επιθυμία του ποιητή ήταν να καταγράψει τη δική του θέση για όλες αυτές τις βασικές θεματικές, με τρόπο όμως καθαρά ποιητικό, ώστε το έργο του να μην καταλήξει να μοιάζει με εγχειρίδιο πρακτικής φιλοσοφίας, και παράλληλα με τρόπο που να αποκαλύπτει την καθολικότητα της αλήθειας που διατυπώνεται, χωρίς να τίθενται περιορισμοί στην οπτική γωνία θέασης του ποιητή. Η επίτευξη του στόχου αυτού πραγματοποιήθηκε από τον ποιητή με τη συχνή χρήση συμβόλων στην ποίησή του, τα περισσότερα από τα οποία αντλήθηκαν από την ιστορία.
   Η ιδιαίτερη ποιητική ευφυΐα του Καβάφη αποδεικνύεται όχι μόνο από το γεγονός ότι κατόρθωσε στην ποίησή του να καταγράψει σκέψεις που φωτίζουν με ειλικρίνεια την ανθρώπινη δράση, αλλά και από το γεγονός ότι επέλεξε τα σύμβολα του τόσο σοφά ώστε αυτά να γνωρίσουν τη συλλογική αποδοχή και να αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος της κοινής συνείδησης των ανθρώπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ποίημα «Ιθάκη», στο οποίο ο Καβάφης κατόρθωσε να πάρει την Ιθάκη της Οδύσσειας και από τον εξιδανικευμένο τόπο επιστροφής του Οδυσσέα να την καταστήσει πλέον σύμβολο των στόχων που θέτουν οι άνθρωποι στη ζωή τους. Η θεματική που διατρέχει το ποίημα αυτό είναι η επιθυμία να διαρκέσει πολύ το ταξίδι προς την Ιθάκη, ώστε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο άνθρωπος να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις, εμπειρίες και απολαύσεις πνευματικές αλλά και σωματικές. Κι ενώ για τον Οδυσσέα το φτάσιμο στην Ιθάκη αποτελεί αυτοσκοπό, για τον ταξιδευτή του Καβάφη η Ιθάκη αποτελεί το κίνητρο για να ξεκινήσει την πορεία του, αποτελεί το φάρο που θα τον καθοδηγεί και θα τον γλιτώνει από τις κακοτοπιές, αποτελεί τον τελικό προορισμό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί τη δικαίωση του ταξιδιού. Η δικαίωση του ταξιδιού βρίσκεται στο ίδιο το ταξίδι και στην πληθώρα των εμπειριών που έχει αυτό να μας προσφέρει. Η Ιθάκη είναι ο λόγος για τον οποίο ξεκινάμε την πορεία μας είναι κάποιος στόχος που θέτουμε στη ζωή μας και ακόμη περισσότερο είναι κάθε στόχος που θέτουμε στη ζωή μας. Δεν υπάρχει για εμάς μόνο μία Ιθάκη, καθώς δεν υπάρχει μόνο ένας στόχος στη ζωή μας, κάθε φορά που επιτυγχάνουμε την πραγματοποίηση ενός στόχου, αμέσως θέτουμε τον επόμενο και πλουτίζουμε από γνώσεις κι εμπειρίες καθώς οδεύουμε προς κάθε επόμενο στόχο. Κι όταν τελικά φτάσουμε στην Ιθάκη, όταν πάψουμε να πηγαίνουμε προς την εκπλήρωση κάποιου ακόμη στόχου, θα δούμε ότι η ίδια η Ιθάκη δεν έχει κάτι άλλο να μας προσφέρει, πέραν από το ταξίδι που μας χάρισε.
   Κι ενώ η Ιθάκη στην ποίηση του Καβάφη γίνεται το σύμβολο των στόχων που θέτουμε, η Αλεξάνδρεια, η πόλη του ποιητή, έρχεται να συμβολίσει όλα όσα έχουμε αποκτήσει στη ζωή μας, κάθε τι που επιθυμήσαμε καθώς και ό,τι θα πρέπει να στερηθούμε όταν έρθει η στιγμή της ήττας και της μεγάλης απώλειας στη ζωή μας. Στο ποίημα «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», ο ποιητής εστιάζει την προσοχή του στον Αντώνιο λίγο προτού εισέλθουν οι Ρωμαίοι, υπό τον Οκταβιανό, στην Αλεξάν-δρεια. Το Σεπτέμβριο του 31 π.Χ. ο στόλος του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας ηττάται από το στόλο του Οκταβιανού στο Άκτιο και λίγους μήνες μετά ο Οκταβιανός έρχεται στην Αίγυπτο και πολιορκεί την Αλεξάνδρεια. Εκείνη την κρίσιμη εποχή, τον Αύγουστο του 30 π.Χ., σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας αναφέρουν ότι άκουσαν να περνά μέσα από την πόλη μια ομάδα ανθρώπων που έπαιζε μουσική και έκανε πολλή φασαρία, χωρίς όμως να μπορούν να δουν κανέναν, σα να ήταν ένας αόρατος θίασος. Αυτό το γεγονός οι κάτοικοι το θεώρησαν ως ένδειξη ότι ο προστάτης θεός του Αντωνίου, ο Διόνυσος, τον εγκαταλείπει κι ότι το τέλος του είναι πλέον κοντά. Σε αυτό το γεγονός βασίζεται ο Καβάφης και μας παρουσιάζει τον Αντώνιο τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι ο θεός - προστάτης του τον εγκαταλείπει. Ο Καβάφης συμβουλεύει τον Αντώνιο να αντιδράσει σαν θαρραλέος και να μην καταδεχτεί να λυγίσει μπροστά στη δεδομένη πια απώλεια της «Αλεξάνδρειας». Ο Αντώνιος θα πρέπει να δεχτεί την ήττα του σαν έτοιμος από καιρό, φροντίζοντας να διατηρήσει τουλάχιστον την αξιοπρέπειά του, όσο μεγάλη κι αν είναι η απώλεια που αντιμετωπίζει. Και πράγματι για τον Αντώνιο η παρουσία του αντίπαλου στρατού σημαίνει ότι θα πρέπει να χάσει την εξουσία της Αιγύπτου, τον έρωτα της Κλεοπάτρας, την πολυτελή ζωή της Ανατολής, όλα τα μελλοντικά του σχέδια για μια ισχυρή παντοκρατορία που θα δημιουργούσε με την Κλεοπάτρα και φυσικά την ίδια του τη ζωή. Ο ποιητής βέβαια όλα αυτά που πρόκειται να χάσει ο Αντώνιος τα συμπυκνώνει στην απώλεια της Αλεξάνδρειας, καθιστώντας έτσι την Αλεξάνδρεια ένα από τα ωραιότερα σύμβολά του, στο οποίο συγκεντρώνει όλα όσα κάθε άνθρωπος επιθυμεί να αποκτήσει ή έχει ήδη αποκτήσει.
   Τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο Καβάφης είναι ποικίλα και σχετίζονται με διάφορα ζητήματα της ανθρώπινης ζωής, δραστηριότητας και συμπεριφοράς. Κι ενώ τις περισσότερες φορές ο ποιητής μας επιτρέπει να διακρίνουμε εύκολα τη λειτουργία του συμβόλου, κάποτε η προσέγγιση δεν είναι τόσο εύκολη. Για παράδειγμα στο ποίημα «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» η αποκωδικοποίηση του βασικού συμβόλου του κειμένου δε θα μπορούσε να γίνει ή τουλάχιστον θα έμενε στο επίπεδο της εικασίας, αν δεν υπήρχε το ερμηνευτικό σχόλιο του ποιητή που μας εξηγεί τι συμβολίζουν οι Βάρβαροι. Το ποίημα μας παραπέμπει σε μία πολιτεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή ακόμη και στην ίδια τη Ρώμη, όπου όλοι είναι έτοιμοι να παραδώσουν άνευ όρων την εξουσία στους Βαρβάρους, τους οποίους και περιμένουν με ανυπομονησία. Η αναφορά στους βαρβάρους μας οδηγεί βέβαια στη σκέψη ότι πρόκειται για έναν απολίτιστο λαό, μας το υποδεικνύει άλλωστε και ο ποιητής όταν λέει ότι οι βάρβαροι εντυπωσιάζονται με τους πολύτιμους λίθους και τα πολυτελή ενδύματα, ενώ δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τις ομιλίες και τους ρητορικούς λόγους. Εκείνο όμως που δεν καθίσταται σαφές μέσα από το ποίημα είναι για ποιο λόγο θα ήθελαν οι πολίτες μιας σημαντικής αυτοκρατορίας να παραδοθούν σ’ έναν απολίτιστο λαό. Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, αν και θα περιμέναμε να μας την παρέχει ο ποιητής μέσα στο ποίημα, τελικά μας την προσφέρει με ένα ερμηνευτικό του σχόλιο όπου εξηγεί ότι οι Βάρβαροι συμβολίζουν την επιθυμία για αλλαγή, επιστροφή σε προγενέστερες μορφές διαβίωσης και απλοποίηση της κοινωνικής ζωής. Το ποίημα αυτό είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που ο Καβάφης δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να προσεγγίσει εύκολα τη σκέψη που επιχειρεί να εκφράσει.
   Τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο Καβάφης, πάντως, κατορθώνουν να γίνουν αποδεκτά από ένα ευρύ κοινό μιας και είναι πάντοτε ανοιχτά σε πλήθος ερμηνειών και δεν περιορίζουν τον αναγνώστη σε μία και μόνο εκδοχή. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Τείχη», ο ποιητής αναφέρεται στον παράδοξο εγκλωβισμό του από τείχη που έχουν χτιστεί ολόγυρά του, χωρίς ποτέ να καταλάβει πότε κι από ποιους συνέβη αυτό. Η ιδιαίτερη επιτυχία αυτού του ποιήματος είναι ότι δίνει βέβαια ως δεδομένο το αίσθημα του εγκλωβισμού και την απώλεια της ελευθερίας, αλλά δεν καθορίζει το είδος των περιορισμών που έχουν επιβληθεί, οπότε κάθε αναγνώστης που αισθάνεται εγκλωβισμένος στη ζωή του, μπορεί να εκλαμβάνει τα τείχη ως κάτι διαφορετικό. Τα τείχη ενδέχεται να συμβολίζουν τους περιορισμούς που τίθενται στο άτομο από την κοινωνία, από την οικογένεια, από τη θρησκεία ή ακόμη κι από το ίδιο το άτομο που περιορίζει τον εαυτό του μέσω των δικών του ανασφαλειών και προκαταλήψεων. Σε κάθε περίπτωση ο ποιητής αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να ταυτίσει τα τείχη με οτιδήποτε τον καταπιέζει στη ζωή του κι αυτό βοηθά το ποίημα να λειτουργεί αποτελεσματικά για ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού.
   Με τη χρήση των συμβόλων ο Καβάφης κατόρθωσε να εκφράσει σημαντικές έννοιες με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, εγκλωβίζοντας συχνά τη φαντασία των αναγνωστών του, που με τι έκπληξη θα είδαν κάποτε αυτά τα τείχη να ορθώνονται ολόγυρά τους, όπως ακριβώς τα παρουσίασε ο ποιητής. Το κέρδος που αποκομίζει η ποίηση του Καβάφη από τα σύμβολα, που με τόση πρωτοτυπία χρησιμοποιεί ο ποιητής, είναι σημαντικό καθώς πέρα από την αποτελεσματικότερη παρουσίαση των νοημάτων, επέτρεψαν στην ποίηση του Αλεξανδρινού να ενταχθεί ευκολότερα στον κοινό κώδικα επικοινωνίας των αναγνωστών του και να παραμείνει ως πολύτιμο σημείο αναφοράς για όλους τους λάτρεις της λογοτεχνίας. Ποιος δεν αναγνωρίζει την αποφθεγματική διατύπωση «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους», και ποιος δε θυμάται τις πολύτιμες παροτρύνσεις του ποιητή στο άκουσμα και μόνο του στίχου: Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη...