Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Βιογραφία Κ. Καβάφη



   O Kωστής Πέτρου Φωτιάδης Kαβάφης, γιος του Πέτρου-Iωάννη Iωάννου Kαβάφη και της Xαρίκλειας Γεωργάκη Φωτιάδη, γεννήθηκε στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου στις 29 Aπριλίου 1863. Oι γονείς του ήσαν Kωνσταντινουπολίτες, και ο Kωνσταντίνος υπερηφανευόταν για την καταγωγή του και για τους διαπρεπείς προγόνους του. O Φαναριώτης προπάππος του Πέτρος Kαβάφης (1740-1804) διετέλεσε Γραμματέας του Oικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ ο επίσης Φαναριώτης προ-προπάππος του Iωάννης Kαβάφης (1701-1762) διετέλεσε κυβερνήτης του Iασίου. Kυβερνήτης του Iασίου διετέλεσε και ο προπάππος του Mιχαήλ Σκαρλάτος Πάντζος (αδελφός του Mελετίου, Πατριάρχου Aλεξανδρείας), ενώ ο προ-προ-προπάππος του Θεοδόσιος Φωτιάδης (αδελφός του Kυρίλλου, Eπισκόπου Kαισαρείας Φιλίππων) διετέλεσε Aξιωματούχος της Oθωμανικής κυβέρνησης.
   Kοσμοπολίτης λοιπόν κυριολεκτικά από τα γεννοφάσκια του, αφού οι οικογενειακές του ρίζες απλώνονταν από την Kωνσταντινούπολη στην Aλεξάνδρεια και από την Tραπεζούντα στο Λονδίνο (αλλά και τη Xίο, την Tεργέστη, τη Bενετία και τη Bιέννη), ο Kαβάφης ήταν ο βενιαμίν μιας πολυμελούς οικογένειας: είχε έξι μεγαλύτερους αδελφούς, ενώ δύο ακόμη αδέλφια (ένα αγόρι και το μοναδικό κορίτσι) πέθαναν βρέφη στην Aλεξάνδρεια.
   O πατέρας του Πέτρος-Iωάννης ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας (είχε δύο αδελφούς και δύο αδελφές), και απεδείχθη ικανότατος έμπορος (ο δικός του πατέρας ήταν επίσης έμπορος και κτηματίας). Eίχε αποκτήσει διπλή υπηκοότητα, Eλληνική και Bρετανική. Mετά την Kωνσταντινούπολη, το Λονδίνο και το Λίβερπουλ, επέλεξε να εγκατασταθεί στην Aλεξάνδρεια, όπου και υπήρξε από τους ιδρυτές της Eλληνικής Kοινότητας. H οικογένεια Kαβάφη απέκτησε εκεί ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική άνεση, αλλά ο θάνατος του Πέτρου-Iωάννη το 1870, σε συνδυασμό με δυσχερείς οικονομικές συγκυρίες, ανάγκασε την Xαρίκλεια να φύγει από την Aλεξάνδρεια μαζί με τα παιδιά της το 1872, όταν ο Kωνσταντίνος ήταν εννέα ετών, για να εγκατασταθεί στη Bρετανία.

   H μητέρα του Xαρίκλεια ήταν πρακτικός άνθρωπος. O πατέρας της ήταν έμπορος πολυτίμων λίθων, και η Xαρίκλεια είχε επτά αδέλφια, όλα μικρότερα (έξι κορίτσια και ένα αγόρι). Mικροπαντρεύτηκε, περίπου δεκατεσσάρων ετών, και πέρασε τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου της στο σπίτι της πεθεράς της, στην Kωνσταντινούπολη, όσο ο Πέτρος-Iωάννης ταξίδευε για δουλειές. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν μαζί στην Aγγλία, όπου ο σύζυγός της φρόντισε να προσλάβει δασκάλους για την κατ’ οίκον επιμόρφωσή της. Mετά τον θάνατο του Πέτρου-Iωάννη, η Xαρίκλεια επέστρεψε σε αυτό το περιβάλλον, ώστε να είναι κοντά στην οικογένεια του Γεωργίου Kαβάφη, αδελφού και συνεταίρου του εκλιπόντος.

Τα γηρατειά στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη

   
   Ο Κωνσταντίνος Καβάφης υπήρξε αφοσιωμένος λάτρης της νεότητας και της ομορφιάς, καθώς θεωρούσε ότι η νεότητα σε συνδυασμό με το σωματικό κάλλος αποτελεί μια ανυπέρβλητη πηγή δύναμης. Ο ποιητής υμνεί με κάθε ευκαιρία τους ωραίους νέους που κοσμούν το ιδιαίτερο ποιητικό του σύμπαν και θλίβεται στη σκέψη ότι κάποια στιγμή η ομορφιά τους θα χαθεί. Το πέρασμα του χρόνου και η φθορά που επέρχεται τρομοκρατεί τον ποιητή, όχι γιατί φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στο τέλος της ζωής του, αλλά γιατί του στερεί τη δυνατότητα να απολαμβάνει τη μοναδική εκείνη χαρά που προσφέρουν τα νιάτα και ο συγχρωτισμός με τους νέους ανθρώπους. Ο ποιητής θεωρεί ότι τα γηρατειά θέτουν τον άνθρωπο στο περιθώριο και τον κρατούν μακριά από κάθε ουσιαστική απόλαυση, δημιουργώντας έτσι μια ανυπόφορη κατάσταση κατά την οποία μπορεί να υπάρχει μόνο πόνος και απελπισία. Αν κοιτάξουμε, άλλωστε, τα πορτρέτα των ηλικιωμένων που δημιουργεί ο Καβάφης συνειδητοποιούμε πως ό,τι αισθάνεται ο ποιητής για τα γηρατειά είναι αποστροφή και θλίψη. Ο Καβάφης, βέβαια, γνωρίζει ότι το πέρασμα του χρόνου και η έλευση του γήρατος είναι κάτι το αναπόφευκτο, γι’ αυτό και στρέφεται στην ποίηση, τη μόνη δυνατή παρηγοριά που γνωρίζει. Η ποίηση μπορεί είτε να αποτελέσει το συνεκτικό δεσμό ανάμεσα στον ηλικιωμένο ποιητή και τους νέους είτε να του προσφέρει λίγες αναγκαίες στιγμές λησμονιάς.
   Στο «Πολύ Σπανίως» ο Καβάφης καταγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός ηλικιωμένου ποιητή που έχοντας καταντήσει πλέον αποκρουστικός εξαιτίας των καταχρήσεων της νεότητάς του και φυσικά εξαιτίας του γήρατος, δεν έχει τίποτε άλλο να τον παρηγορεί παρά μόνο το ποιητικό του έργο. Παρόλο που ο ίδιος δεν μπορεί πια να σχετίζεται με τους νέους, το έργο του συνεχίζει να τους ενθουσιάζει, παρέχοντας έτσι στον ποιητή ένα συνεκτικό δεσμό μαζί τους. Ο ποιητής χαίρεται καθώς γνωρίζει ότι οι δικές του ερωτικές «οπτασίες» και η δική του «έκφανση του ωραίου», όπως αποτυπώθηκαν στα ποιήματά του, ενεργοποιούν τη φαντασία των νέων και συγκινούν «το ηδονικό και υγιές μυαλό τους» καθώς και «τη σφιχτοδεμένη σάρκα τους». Η αναφορά εδώ του Καβάφη γί-νεται βέβαια για τα ερωτικά του ποιήματα, μιας και τα γηρατειά πέραν των άλλων του στερούν τη δυνατότητα να απολαμβάνει τον έρωτα, όπως ο ποιητής τον εννοούσε και τον απομακρύνουν ακόμη κι από την απλή συναναστροφή των ωραίων νέων. Παρά το γεγονός ότι ο ποιητής δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να αποτρέψει τις ολέθριες συνέπειες του γήρατος, μπορεί τουλάχιστον να παρηγορείται με τη σκέψη ότι η ποίησή του θα συνεχίσει να προσφέρει αισθητική απόλαυση στους νέους των επερχόμενων γενιών. Ο Καβάφης είχε κατανοήσει τη δύναμη του ποιητικού του λόγου και γνώριζε ότι η ποίησή του θα αποτελέσει το μέσο που θα του προσφέρει μια διηνεκή παρουσία στο μέλλον.
   Μια παρόμοια εικόνα του γήρατος βρίσκουμε στο «Ένας γέρος», στο οποίο ο ποιητής μας παρουσιάζει έναν γέροντα που κάθεται μόνος του στο καφενείο και σκέφτεται με απόγνωση τα χρόνια που πέρασαν και το ασυγχώρητο λάθος του να αφήσει τη νεότητά του να χαθεί χωρίς να τη ζήσει στο έπακρο. Ο ηλικιωμένος ήρωας του ποιήματος βιώνει την καταφρόνια των γηρατειών και μετανιώνει για όλες τις «ορμές» που συγκράτησε και όλες τις ευκαιρίες που άφησε ανεκμετάλλευτες νομίζοντας ότι είχε άφθονο χρόνο μπροστά του. Τώρα είναι μόνος του κι απελπισμένος, καθώς ο χρόνος της νεότητάς του πέρασε τόσο γρήγορα που μοιάζει σα να ήταν χθες που ήταν ακόμη νέος. Η διαφορά ανάμεσα στο γέροντα του Πολύ σπανίως και του γέροντα αυτού του ποιήματος είναι ότι ο πρώτος έχει την παρηγοριά της ποίησης, ενώ ο δεύτερος δεν έχει τίποτε άλλο πέρα από μεταμέλειες και πίκρα. Διαφορά που μπορεί να οφείλεται στις περιόδους που γράφτηκαν τα δύο ποιήματα, μιας και το Πολύ σπανίως ο Καβάφης το έγραψε όταν ήταν 50 χρονών και ήδη καταξιωμένος ποιητής, ενώ το Ένα γέρος όταν ήταν μόλις 34 και βρισκόταν ακόμη στην αρχή της ποιητικής του πορείας. Εντούτοις, κοινό στοιχείο και στα δύο ποιήματα είναι η απελπισία και η απογοήτευση που γεννούν τα γηρατειά, καθώς είτε υπάρχει η ποίηση είτε όχι, το τέλος της νεότητας δεν μπορεί παρά να είναι επώδυνο.
   Η παρηγοριά πάντως που μπορεί να προέλθει από την ποίηση δεν περιορίζεται μόνο στη σκέψη ότι ο ποιητής έχει διασφαλίσει τη συνέχειά του μέσω του έργου του. Η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει και ως ένα καταφύγιο της σκέψης, με τον ποιητή να αφοσιώνεται στην ποιητική του δημιουργία και να ξεχνά έστω και για λίγο την παρούσα του κατάσταση. Στο Μελαγχολία τοῦ Ἰάσονος Κλεάνδρου∙ ποιητοῦ εν Κομμαγηνῇ∙ 595 μ.Χ., ο Καβάφης ζητά τη συνδρομή της ποίησης για να ξεχάσει τη πληγή που του έχει προκαλέσει το γήρασμα της μορφής του. Για έναν ποιητή, όπως είναι ο Καβάφης, που έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην ποίηση, δουλεύοντας ξανά και ξανά τα ποιήματά του, είναι πολύ λογικό η ενασχόληση με την ποίηση να αποτελεί έναν ασφαλή νοητικό χώρο όπου ο ποιητής μπορεί να καταφύγει για να λησμονήσει ό,τι τον απασχολεί και τον πληγώνει. Τα φάρμακά σου φέρε, Τέχνη της Ποιήσεως, αναφωνεί ο Ιάσονας Κλεάνδρου, η περσόνα που υιοθετεί εδώ ο Καβάφης, αναφερόμενος ουσιαστικά στα μέσα που χρησιμοποιεί η ποιητική δημιουργία, στη φαντασία δηλαδή και το λόγο. Για τον Καβάφη τόσο ο λόγος, η ελληνική γλώσσα, όσο και η φαντασία αποτελούν δυο στοιχεία που τον συνοδεύουν σταθερά στη ζωή του. Ο ποιητής αυτός, άλλωστε, έχει προσέξει όσο κανείς τη γλώσσα των ποιημά-των του κι έχει αποταθεί στη φαντασία του πλείστες φορές για να μπορέσει να δημιουργήσει τις ιδιαίτερες εικόνες και τις ξεχωριστές του ιστορίες που τόσο έχουν πλουτίσει το ποιητικό του έργο. Ο ίδιος μάλιστα μιλώντας για την ποίηση που δε βασίζεται στη φαντασία σχολίαζε: «Η περιγραφική ποίησις -ιστορικά γεγονότα, φωτογράφησις (τι άσχημη λέξις!) της φύσεως- ίσως είναι ασφαλής. Αλλά είναι μικρό και σαν ολιγόβιο πράγμα.». Ο ηλικιωμένος ποιητής, επομένως, μπορεί να βρει παρηγοριά, έστω και πρόσκαιρα, στην τέχνη του, ξεχνώντας την ασχήμια των γηρατειών κι επι-στρέφοντας σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί μια διαρκής νεότητα.
   Η ανάγκη που αισθάνεται ο ποιητής να επιστρέφει με τη βοήθεια της φαντασίας του, με τη βοήθεια της ποίησής του, στο παρελθόν της νεότητάς του γίνεται όλο και πιο έκδηλη στο έργο του καθώς ο ποιητής μεγαλώνει. Στο υπέροχο ποίημα Κατά τες συνταγές ἀρχαίων Ἐλληνοσύρων μάγων, που έγραψε ο Καβάφης στα 68 του χρόνια, ο αισθητιστής ήρωας αναζητά κάποιο μαγικό απόσταγμα που να μπορεί να τον γυρίσει πίσω στα 23 του χρόνια και παράλληλα να του φέρει και το νεαρό του φίλο. Κι επειδή αντιλαμβάνεται, φυσικά, πως δεν μπορεί να γίνει ξανά νέος, ζητά τουλάχιστον να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω έστω για μια μέρα, έστω για λίγες στιγμές. Ο Καβάφης έχοντας φτάσει πια σε μια ηλικία που δεν υπάρχουν περιθώρια για δεύτερες ευκαιρίες και νέες προοπτικές, επιδίδεται σ’ αυτό που γνωρίζει καλύτερα. Επιστρατεύει τη φαντασία του κι επιχειρεί αναδρομές στο παρελθόν του για να μπορέσει έστω και μέσα από τις αναμνήσεις ή τις οπτασίες του να αισθανθεί ξανά την υπέροχη ευτυχία της νεότητας και του έρωτα.
   Ο Καβάφης αισθανόταν, από τα χρόνια της νεότητάς του ακόμη, φόβο για τα γηρατειά και τη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου κι η μόνη απάντηση που είχε να αντιτάξει σ’ αυτό το φόβο ήταν η ποίησή του. Ο ποιητής πίστευε ότι μπορούσε να διασώσει από τη φθορά τα αγαπημένα του πρόσωπα, εντάσσοντάς τα στα ποιήματά του. Η εναπόθεση της ανάμνησης όλων εκείνων των ωραίων νέων που κόσμησαν τη ζωή του ποιητή μέσα στα ποιητικά του δημιουργήματα ήταν η μόνη δυνατότητα διασφάλισής τους. Ανατρέχοντας στο ποίημα Γκρίζα βρίσκουμε αυτή ακριβώς τη λυτρωτική λειτουργία της ποίησης του Καβάφη:
Θ’ ἀσχήμισαν -ἂν ζει- τα γκρίζα μάτια
θα χάλασε τα’ ὡραῖο πρόσωπο.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ὡς ἦσαν.
Και, μνήμη, ὅ,τι μπορεῖς ἀπό τον ἔρωτά μου αὐτόν,
ὅ,τι μπορεῖς φέρε με πίσω ἀπόψι.

Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου- σχολιασμός του τίτλου

   
   Το ποίημα πρωτογράφτηκε με τον τίτλο «Μαχαίρι». Ο πρώτος τίτλος υπογράμμιζε τη φρίκη των γηρατειών, άφηνε όμως ξεγυμνωμένη την προσωπική πληγή του ποιητή. Γι’ αυτό ο Καβάφης σπεύδει να χρεώσει τη μελαγχολία και την οδύνη στο φανταστικό ποιητή Ιάσονα Κλεάνδρου.  Είναι ένας δυσανάλογα μεγάλος τίτλος με προσεκτικά τοποθετημένη στίξη, ώστε να προβάλλει τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται, που υποστηρίζει και συμπληρώνει ποικιλοτρόπως το ποίημα• ορίζει το ιστορικό πλαίσιο και τον αφηγητή και δίνει έτσι διαχρονική ισχύ στα λεγόμενά του. Είναι ένας στίχος που θα μπορούσε να πάρει τη θέση του μέσα στο ποίημα. Είναι ένας από τους εκτενέστερους τίτλους ποιημάτων που έγραψε ποτέ ο Καβάφης. Όχι χωρίς λόγο, γιατί το ιστορικό άλλοθι αυτού του εσωτερικού μονολόγου περιορίζεται στον τίτλο, και έτσι η ταύτιση των δυο ποιητών γίνεται σχεδόν αναπόφευκτη. Το ποίημα κάλλιστα θα μπορούσε να επιγράφεται «Μελαγχολία του Κωνσταντίνου Καβάφη / ποιητού εν Αλεξανδρεία•1921 μ.Χ.». Ο Καβάφης, λοιπόν, κάνει χρήση ενός ποιητικού προσωπείου και ταυτίζεται με τον Ιάσονα Κλεάνδρου.

•    Η λέξη μελαγχολία ανταποκρίνεται στην ψυχική κατάσταση του ποιητή.
•    Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ: το πρόσωπο είναι φανταστικό, προσωπείο του ποιητή, στο οποίο προβάλλει τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς του. Η ταύτιση ενισχύεται κι από το γεγονός ότι ο ποιητής υποδύεται έναν ποιητή. Ενισχύεται κι από το γεγονός ότι το 1918 ο Καβάφης ήταν 55 χρονών, στην ηλικία που ξεκινά η γήρανση του ανδρικού σώματος.
•    ἐν Κομμαγηνῃ: Είναι ένα ανύπαρκτο πλέον κρατίδιο που συμβολίζει τη φθορά που έρχεται με το χρόνο.
•    595 μ.Χ.: το έτος είναι τυχαίο και υποδηλώνει ότι η θλίψη για τη γήρανση του σώματος και της μορφής, αλλά και η θεραπευτική δύναμη της ποίησης, είναι διαχρονική.

   Ο ποιητής θα μπορούσε να εξομολογηθεί άμεσα την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση και να παραλείψει το ιστορικό άλλοθι καθώς και το φανταστικό πρόσωπο, βάζοντας τον τίτλο «Μελαγχολία ποιητού». Δεν το κάνει όμως γιατί α) θέλει να αποστασιοποιηθεί από το δικό του πρόβλημα και να το αντιμετωπίσει πιο αντικειμενικά. β) θέλει να κάνει πιο πειστική  τη θέση του παρου-σιάζοντας το πρόβλημά του πιο συγκεκριμένο κι αληθινό. γ) θέλει να αποκτήσει διαχρονικότητα το πρόβλημα της γήρανσης του σώματος και η θεραπευτική δύναμη της ποίησης.

Κ.Π. Καβάφης, «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.»



ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ

   1. Από μόνη της η πράξη της δημιουργίας είναι μέγιστη απόλαυση κι ευτυχία. Η Τέχνη της Ποιήσεως είναι πολύτιμο βάλσαμο που κάνει «να μη νιώθεται η πληγή» («Μελαγχολία τον Ιάσωνος Κλεάνδρον ποιητού εν Κομμαγηνή- 595 μ.Χ.», 1918, 1921). Ακόμη πιο ευτυχής είναι ο καλλιτέχνης που η τέχνη του βρίσκει δρόμο στην καρδιά του αναγνώστη κι οι μορφές που έπλασε εμψυχώνουν τη νέα γενιά - «με την δική του έκφανση του ωραίου συγκινούνται». («Πολύ σπανίως», 1911, 1913).
   Σόνια Ιλίνσκαγια, Κ.Π. Καβάφης, Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του20ού αιώνα, Κέδρος, 1983, σ. 215.

   2. Αρκεί να θυμηθούμε το «Πολύ Σπανίως» (γρ. 1911, δημ. 1913), το «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου» (γρ. 1918; δημ. 1921) και το «Κατά τες συνταγές αρχαίων ελληνοσύρων μάγων», για να νιώσουμε την πρόοδο του βιώματος του γήρατος στον Καβάφη.
  Γ.Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τόμ. Β, Ίκαρος, σ. 152.

   3. Αρχίζω από τον τίτλο. Το ποίημα κάλλιστα θα μπορούσε να επιγράφεται: «Μελαγχολία του Κωνσταντίνου Καβάφη/ποιητού εν Αλεξανδρεία· 1921 μ.Χ.». Χρήση λοιπόν, του ποιητικού προσωπείου, ταύτιση του Καβάφη με το φανταστικό ποιητή του. Στον πρώτο στίχο έχουμε το μοτίβο των γηρατειών που τοποθετούνται στο σώμα και στη μορφή του ποιητή. Η ύπαρξη δύο λέξεων αρκετά συναφών (σώμα/μορφή) και η γνωστή αντιπάθεια του Καβάφη για την περιττολογία, με οδηγεί στο συμπέρασμα πως η λέξη μορφή είναι πιο πολυεδρική απ' όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Πι-στεύω πως αντιδιαστέλλεται με τη λέξη σώμα, υπονοώντας την ψυχική μορφολογία του ποιητή. Στο δεύτερο στίχο υπάρχει η λέξη πληγή, που επαναλαμβάνεται άλλες δύο φορές σε καίρια σημεία του ποιήματος, ίσως γιατί είναι η χαρακτηριστικότερη μορφή φθοράς στο ανθρώπινο σώμα. Το φριχτό μαχαίρι είναι βέβαια ο χρόνος. Δεν έχω εγκαρτέρηση καμιά. Αδυναμία του ποιητή να παρηγορηθεί ή να υπομείνει. Στον επόμενο στίχο υπάρχει η λύση: η προσφυγή στην Τέχνη της Ποιήσεως που κάπως ξέρει από φάρμακα. Σημειώνω τη λέξη κάπως και το εμφαντικό - για λίγο - που βρίσκεται στον τελευταίο στίχο. Αυτόματα αναιρούν τη λύση παρουσιάζοντάς την πρόσκαιρη και περιστασιακή. Άλλωστε, οι προσδιοριστικές λέξεις φάρμακα και νάρκης υποβάλλουν άμεσα στον α-ναγνώστη την εντύπωση της πρόσκαιρης, της μη οριστικής θεραπείας. Η ποιητική πράξη λειτουργεί σαν ναρκωτικό. Η διαδικασία της φθοράς παρουσιάζεται αναπόφευκτη και παραβάλλεται με αγιάτρευτη αρρώστια της θνητής ανθρώπινης φύσης. Απόπειρες, λοιπόν νάρκωσης του πόνου με τη Φαντασία και το Λόγο.
   Ας σταθούμε λίγο σ' αυτές τις δύο έννοιες. Σίγουρα η Φαντασία (με κεφαλαίο) δεν υπαινίσσεται πλαστική ή δημιουργική φαντασία. Μάλλον πρόκειται για αναπαραστική φαντασία, με άλλα λόγια για ένα είδος παραμορφωμένης μνήμης. Όλη η ποίηση του Καβάφη χαρακτηρίζεται από την έντονη τάση για επιστροφή στο παρελθόν, από την έντονη αναζήτηση ήχων από την πρώτη ποίηση της ζωής μας, από την αγωνία να βρεθεί το απόσταγμα το καμωμένο κατά τις συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων που θα επαναφέρει κάτι αβέβαιες μνήμες ικανές να ναρκώσουν το σύγχρονο πόνο.
   Με τον Λόγο έχουμε μια αναγωγή του προβλήματος στο χώρο της μεταφυσικής. Ο Λόγος, ως γνωστικό μέσο του απόλυτου, υπήρξε η βάση πολλών φιλοσοφικών θεωριών και μάλιστα των Επικούρειων, που το όνομά τους συνδέθηκε αρκετές φορές με την καβαφική ποίηση. Αν ο Καβάφης απέδιδε στον όρο την έννοια της λογοτεχνίας, δεν μπορούμε να το ξέρουμε με σιγουριά. Βέβαιο είναι ότι μέσα στα (διόλου στενά) καλούπια της λέξης μπορούν να χωρέσουν αρκετές ερμηνείες.
   Αν χρειαστεί να εντάξουμε το συγκεκριμένο ποίημα σε μία από τις καβαφικές ομάδες θα πρέπει να το τοποθετήσουμε στα φιλοσοφικά ποιήματα ή «της σκέψεως». Ωστόσο, το ποίημα είναι κάτι περισσότερο από φιλοσοφικό, είναι τραγικό. Κάθαρση αριστοτελική του ποιητή με τη βοήθεια της τέχνης του. Μοτίβο που χρησιμοποίησε σε μεγάλη κλίμακα και ο Γκέτε και που οι ρίζες του φτάνουν ως τον «Κύκλωπα» του Θεόκριτου:
Γινώσκειν δ' οίμαί τυ καλώς, ιατρόν εόντα
και ταις εννέα δη πεφιλαμένον έξοχα Μοίσαις.

   Αγωνία, λοιπόν, για τη φθορά, όχι για το θάνατο ή για τον έρωτα. «Ο θάνατος αντικρίζεται σαν φυσικό φαινόμενο, κι αυτό εξ άλλου είναι ένα από τα φωτεινά σημεία της καβαφικής ποίησης». Όσον αφορά τα «ηδονικά» ή «αισθησιακά» ποιήματα του Καβάφη ελάχιστες φορές δονούνται από ένα τραγικό πάθος. Ο ερωτισμός του Καβάφη δεν είναι παρά ένας ερωτισμός οραμάτων. Απέναντι στη φθορά ο ποιητής θα αντιπαρατάξει την Τέχνη της Ποιήσεως. «Η ποίηση είναι γι' αυτόν μια υ-ψηλή παρηγοριά, που κατευνάζει το άλγος της φθοράς με την μνημονική αναδρομή». Και η φθορά αυτή, άλλοτε εφαρμοσμένη στα έμψυχα, άλλοτε στα άψυχα και άλλοτε στα ίδια τα συναισθήματα, στις ψυχικές καταστάσεις, θα σημαδέψει βαθιά τον Καβάφη και την ποίησή του. «Ο άνθρωπος του τύπου τούτου είναι όλος αίσθηση και μνήμη. Έντονη «σωματική» μνήμη που παρατείνει τη διάρκεια των εντυπώσεων, τις ανανεώνει κι έτσι διασώζει το παρελθόν, που πάει να σβήσει μέσα σ' ένα αφύσικα απεριόριστο παρόν».
   Μεταθανάτια ικανοποίηση του Καβάφη, του ανθρώπου που έδωσε στο έργο του όλη τη δύναμή του, όλη την μέριμνα, πρέπει να είναι ότι αυτό το ίδιο το έργο του νίκησε τον πανδαμάτορα χρόνο, έδωσε την άνισή του μάχη με τη φθορά και βγήκε κερδισμένο.
    Έτσι θαυμάσιος είν' ο έπαινός του...
   Σωτήρης Τριβιζάς, «Μελαγχολία του Ιάσωνα Κλεάνδρου», Τομές, αρ. 77-78, Οκτ.-Νοέμ. 1981, σ. 48-49

   4. Είναι από τις λίγες φορές που η αγωνία του ποιητή για το επερχόμενο γήρασμα φανερώνεται τόσο έντονα στην επιφάνεια του ποιήματος, το οποίο αρχικά ίσως είχε τίτλο «Μαχαίρι». Έναν τίτλο που υπογράμμιζε τη φρίκη των γηρατειών, άφηνε όμως ξεγυμνωμένη την προσωπική πληγή του ποιητή. Για τούτο ο Καβάφης σπεύδει να χρεώσει τη μελαγχολία, και την οδύνη, στο φανταστικό ποιητή Ιάσονα Κλεάνδρου. Ισχύουν δηλαδή απολύτως και εδώ τα όσα επισημαίνει ο Γ.Π. Σαββίδης για το ξαναγράψιμο του ποιήματος «Ίμενος»: «Μας παρουσιάζει [ο Καβάφης] ένα άρτιο ποίημα, που δεν μπορούμε σίγουρα να το χαρακτηρίσουμε ως πολιτικό, ούτε καλά-καλά ως ιστορικό ποίημα, αλλά όπου η υποκειμενική εξομολόγηση, χωρίς να χάνει τη γνησιότητά της, κατακυρώνεται μέσα σε μιαν αντικειμενική ιστορικοπολιτική προοπτική». Έτσι ο ποιητής στα τέλη του 6ου μ.Χ. αιώνα στην Κομμαγηνή - τόπος και εποχή ανακατατάξεων και αλλαγών, όπως και του Καβάφη όταν γράφει (1918;) και δημοσιεύει (1921) το ποίημα - μελαγχολεί όχι για το όσα αλλάζουν γύρω του, όχι για την υποχώρηση της ελληνικής λαλιάς - η Κομμαγηνή τότε βρισκόταν περίπου στα όρια της ελληνικής γλώσσας, όπως και η Αλεξάνδρεια του Καβάφη -, όχι λοιπόν γι' αυτά ή ίσως και γι' αυτά, αλλά κυρίως για κάτι εντελώς προσωπικό· και - όπως ο Καβάφης - ο Ιάσων Κλεάνδρου βρίσκει - για λίγο - ανακούφιση στα φάρμακα της ποιητικής γραφής.
   Έχουμε λοιπόν ένα δυσανάλογα μεγάλο τίτλο, με προσεκτικά τοποθετημένη στίξη, ώστε να προβάλλει τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται, που υποστηρίζει και συμπληρώνει ποικιλοτρόπως το ποίημα· ορίζει το (ψευδο)ιστορικό πλαίσιο και τον αφηγητή και δίνει έτσι διαχρονική ισχύ στα λεγόμενά του, αποστασιοποιεί τους υπόγειους διδακτικούς απόηχους και επιπλέον τονίζει (με τη μου-σική σημασία) πρωτότυπα την ανάγνωσή του. (Σκεφτείτε π.χ. να είχε μόνο την πρώτη λέξη ως τίτλο - «Μελαγχολία»· λέξη κακοπαθημένη από τις ρομαντικές και συμβολιστικές υπερβολές, που ο Καβάφης - κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη - την ανανεώνει μέσα στη διαχρονική διάσταση και το ξάφνιασμα του μεγάλου στίχου). Ενός στίχου, τελικά, που θα μπορούσε να πάρει τη θέση του μέσα στο κείμενο, όπως π.χ. συμβαίνει στα ποιήματα «Τα επικίνδυνα», «Ίμενος», «Αιμιλιανός Μονάη...», «Κίμων Λεάρχου...», κ.ά., όπου όνομα, ιδιότητα και εποχή δίνονται μέσα στο ποίημα και όχι (μόνο) στον τίτλο. Κάτι δηλαδή σαν «Έτσι μελαγχολούσε» ή «Λόγια της μελαγχολίας του Ιάσωνος Κλεάνδρου», κλπ., κλπ.
   Στέφανος Διαλησμάς, «Ο τίτλος ως κειμενικό στοιχείο σε ποιήματα του Καβάφη», Οι ποιητές του Γ.Π. Σαββίδη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας Σχολής Μοραΐτη, 1998, σ. 277-292.