Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Παπαδιαμάντης, ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ




Α. ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
1. Η γνώση διάκρισης μοναχού-διακόνου, των εκκλησιαστικών κανόνων για τα κωλύματα της ιεροσύνης, των συνηθειών των καλογέρων
2. Η αναφορά στον πατέρα Σισώη
3. Η αναφορά στο Δευτερονόμιο
4. Η αναφορά σε εκκλησιαστικά ιδρύματα (κοινόβιον Ευαγγελισμού), ιερατικές σχολές, στη Ριζάρειο
5. Η αναφορά στο Άσμα Ασμάτων, στο κατά Λουκά ευαγγέλιο
6. Το εκκλησιαστικό λεξιλόγιο και οι παροιμίες της Γραφής
7. Η έναρξη των εργασιών με προσευχή.

Β. ΤΑ ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
1. Θεότητες της θάλασσας
2. Μοσχούλα = σειρήνα
3. Βοσκός = σατυρίσκος
4. Προχριστιανικός κόσμος αρκαδικού τοπίου

ΒΟΥΚΟΛΙΚΟ ΕΙΔΟΣ-ΑΡΚΑΔΙΣΜΟΣ




Η Αρκαδία στην αρχαία τέχνη εθεωρείτο ως φανταστικό βασίλειο του έρωτα και της ομορφιάς, ως το ενσαρκωμένο όνειρο ανέκφραστης ευτυχίας, περιβεβλημένο όμως με το φωτοστέφανο μιας γλυκιάς και μελαγχολικής εγκαρτέρησης.
Η μυθολογική αντίληψη δημιούργησε τον Πάνα, με σύμβολό του τον αυλό, εθνικό θεό της προϊστορικής Αρκαδίας με τη σπουδαιότερη δικαιοδοσία πάνω στην ποιμενική και τη γεωργική ζωή. Η Αρκαδία ,λοιπόν, ριζώθηκε στη συνείδηση των πνευματικών ανθρώπων της Δύσης του 16ου αιώνα σαν ένας τόπος ιδανικός, ειρηνικός κι ευτυχισμένος, τόπος νοσταλγίας κάθε φορά που η ανθρώπινη φύση δοκιμάζεται από ένα οδυνηρό παρόν. Η Αρκαδία εκφράζει την αναγωγή σ ένα χρόνο απαλλαγμένο από κοινωνικούς περιορισμούς, αποτελεί την εξιδανικευμένη διάσταση μιας διαφορετικής πραγματικότητας, στην οποία το άτομο κυριαρχεί ως προσωπική ύπαρξη και η ζωή του τείνει να εναρμονιστεί με τον ρυθμό της φυσικής-κοσμικής μεταβολής.
Η Αρκαδία εκφράζει την επιστροφή στη φύση, σε μια φύση όμως που δεν έχει υποστεί καμία αλλοίωση από την αστική ανάπτυξη. Αντιπροσωπεύει τη διάθεση απομάκρυνσης του ατόμου από την πόλη και υποδηλώνει έμμεσα την απόρριψη της κοινωνικής οργάνωσης που στερεί την ατομική ελευθερία της πρωτόγονης ζωής του ανθρώπου μέσα στη φύση. Το λογοτεχνικό ρεύμα που επικεντρώνεται στο αρκαδικό τοπίο ευτυχίας ονομάζεται αρκαδισμός. Ως βάση του έχει την αρχαία βουκολική ποίηση, η οποία αντλεί τα θέματά της από τους έρωτες των βοσκών.
Στο Όνειρο στο κύμα εντοπίζονται τα εξής βουκολικά στοιχεία:
2. οι περιγραφές της φύσης-η φυσιολατρεία
3. οι θαλάσσιες θεότητες, οι σατυρίσκοι του βουνού
4. οι αναφορές στις συνήθειες του βοσκού
5. ο ερωτισμός

ΤΟ ΒΙΩΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ




Στην όψιμη πεζογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη υπάρχει ένας αριθμός διηγημάτων που θεωρούνται ότι εμπεριέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία για τον ίδιο τον πεζογράφο. Καλό είναι εδώ να διευκρινιστεί ότι λέγοντας αυτοβιογραφικά στοιχεία δεν εννοούμε ατόφια συμβάντα της ζωής του συγγραφέα αλλά αλήθειες, βιώματα, εμπειρίες, βιωμένες καταστάσεις και ψυχικές ανάγκες. Όπως λέει ο Γ. Ιωάννου «Ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφείται όπως όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς αυτοβιογραφούνται». Ο Π. Μουλλάς σημειώνει: «Σε τι ποσοστό μεταφέρονται εδώ πραγματικά βιώματα του Παπαδιαμάντη, θα ήταν δύσκολο να καθορίσουμε με ακρίβεια». Ο συγγραφέας άλλωστε υπογράφοντας στο τέλος του διηγήματος με το όνομά του αποποιείται κάθε ταύτισή του με τον αφηγητή. Το ποσοστό των πραγματικών και των επινοημένων εμπειριών στο Όνειρο δεν μπορούμε να το διακρίνουμε με ακρίβεια. Ωστόσο μπορούμε με σχετική ασφάλεια να θεωρήσουμε πραγματικές εμπειρίες διάφορα περιστατικά ή διεργασίες που αντιμετωπίζει ο ήρωας στο διήγημα.
Πρώτο στοιχείο είναι η ζωή στη Σκιάθο, η αμεριμνησία και η αθωότητα της νεότητας και η νοσταλγική αναβίωση / ανάπλαση από τον ώριμο άνθρωπο όσων οριστικά τελείωσαν. Η φύση, η θάλασσα, τα τοπωνύμια, οι δραστηριότητες των κατοίκων του νησιού ανήκουν το δίχως άλλο σε βιώματα του ίδιου του συγγραφέα. Από τα πρώτα αυτά χρόνια της ζωής στη Σκιάθο σφυρηλατείται η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη ανάλογη με τη θρησκευτικότητα του ήρωα στο «Όνειρο...»
Επόμενο αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι η δυστυχισμένη ωριμότητα με την άρνηση να συμφιλιωθεί ο ενήλικος και μορφωμένος άνθρωπος με την αστική ζωή, άρνηση τόσο γνωστή του ίδιου του Παπαδιαμάντη ώστε να του προσδώσει και τον προσδιορισμό «κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων. Παράλληλα, η επαγγελματική αποτυχία (άσχετα αν στο διήγημα ο αποτυχημένος είναι δικηγόρος ενώ ο συγγραφέας ήταν φιλόλογος, οι ατελέσφορες σπουδές, η οικονομική δυσπραγία και η εξάρτηση από τους εργοδότες είναι αναμφίβολα αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Εκείνο, όμως, που κυρίως απηχεί τη ζωή του Παπαδιαμάντη είναι η αποτυχία και η άρνηση του αστικού, του σύγχρονου τρόπου ζωής και η μάταιη (η ρομαντική και ουτοπική) αναζήτηση ενός άλλου διαφορετικού σκηνικού, την επιστροφή και την κατά φύση ζωή σε μία οριστικά χαμένη για τον ίδιο αθωότητα. Επιστροφή που πρόσκαιρα και οδυνηρά επιτυγχάνει με τη λογοτεχνική γραφή.

ΟΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ




Το «Όνειρο...» θεωρείται ένα από τα αυτοβιογραφικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη και μάλιστα της εφηβικής ηλικίας. Σημαντικό ρόλο στο να επιλεγεί το Όνειρο στο Κύμα ανάμεσα σε αυτά που θεωρούνται αυτοβιογραφικά κείμενα του Παπαδιαμάντη έπαιξε η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και μάλιστα η ισχυρά αυτοδιηγητική. Έχει άλλωστε γραφεί ότι το διήγημα τοποθετείται ανάμεσα στα πλαστά απομνημονεύματα και στις πλαστές εξομολογήσεις ή ότι δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί σελίδες από ένα προσωπικό ημερολόγιο. Ο ίδιος ο συγγραφέας προκειμένου να εκφράσει τα βιώματα και τις εμπειρίες του διαλέγει δύο διαδοχικά προσωπεία: αυτό του έφηβου ήρωα που ζει τα γεγονότα και του ενήλικου που τα θυμάται και τα σχολιάζει.
1) Ο αφηγητής είναι ένας ομοδιηγητικός αφηγητής. Επειδή μάλιστα πρωταγωνιστεί, είναι το κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία που αφηγείται -και όχι ένα δευτερεύον πρόσωπο, ένας περαστικός- έχει προταθεί ο όρος αυτοδιηγητικός αφηγητής.
Το διήγημα παρουσιάζεται ως ήδη γραμμένο κείμενο (να προσεχθεί το Δια την αντιγραφήν του τέλους) και ανήκει σε αυτό το ευρύτερο είδος αφηγημάτων που η αφηγηματολογία ονομάζει πλασματικά απομνημονεύματα, ημερολόγια και επιστολικά μυθιστορήματα. Το Όνειρο στο κύμα μπορεί να καταταχθεί στις αναμνήσεις που μοιάζουν με πλασματικά απομνημονεύματα και περιορίζονται σε ορισμένες στιγμές της προσωπικής ιστορίας του αφηγητή.
Το περιστατικό στο οποίο εστιάζεται η αφήγηση είναι περισσότερο μία εσωτερική περιπέτεια, παρά ένα αντικειμενικό εξωτερικό γεγονός. Από αυτή την άποψη το διήγημα αποκτά ένα εξομολογητικό τόνο.
Ήδη από την αρχή του διηγήματος γίνεται σαφές ότι ο Παπαδιαμάντης επιλέγει δύο χρονικές στιγμές απομακρυσμένες μεταξύ τους:
- η πρώτη αναφέρεται στην παιδική ηλικία του ήρωα
- η δεύτερη στην ωριμότητά του.
2) Ο αφηγητής - πρωταγωνιστής κοιτάζει πίσω στο χρόνο και βλέπει τα γεγονότα της ζωής του αναδρομικά. Το εγώ του έχει δύο υποστάσεις:
- το εγώ της ιστορίας- ο εαυτός που βιώνει, ο ήρωας - νεαρός βοσκός
- το εγώ της αφήγησης à ο εαυτός που αφηγείται, ο ενήλικος -δικηγόρος
Αυτός που έζησε το παρελθόν και αυτός που το αφηγείται είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Έτσι η φωνή μπορεί να είναι μία, αλλά μπορεί να υπάρχει διαφορά προοπτικής ανάμεσα στα δύο εγώ.
3) Ο χρόνος της ιστορίας είναι ασαφής. Τοποθετείται στα 187... κάπου δηλαδή στο 19° αιώνα και από αυτή την άποψη είναι σύγχρονος του συγγραφέα. Από εκεί και πέρα οι χρονικές πληροφορίες είναι μηδαμινές ο χρόνος ορίζεται από τη φυσική του διάσταση (εποχές, μέρα-νύχτα, ήλιος - φεγγάρι) και τις αγροτικές δραστηριότητες (σπορά -θερισμός).
Ο χρόνος της αφήγησης είναι αναδρομικός, ο ενήλικος αφηγητής εκκινεί από το παρόν του για να επιστρέψει μερικά χρόνια πίσω, στο θέρος του 187...
Η χρονική απόσταση μεταξύ του ενήλικου ήρωα που αφηγείται και του ήρωα που βιώνει την ιστορία εξηγεί και τη διαφορά στην προοπτική, τη διαφορά της φωνής.
4) Η πλοκή ανελίσσεται κυρίως με την αφήγηση του πρωταγωνιστή, είναι επομένως ένας δραματοποιημένος αφηγητής, μίμηση.
Κυριαρχεί ο εσωτερικός μονόλογος, οι σκέψεις του ήρωα. Σ' αυτές ο ενήλικος αφηγητής υιοθετεί την προοπτική του έφηβου εαυτού του.
Υπάρχει και μία σύντομη σκηνή, ο διάλογος του ήρωα με την κοπέλα, η κραυγή του που προσπαθεί να της δώσει θάρρος.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ



α) Η ηθογραφία: Ο Παπαδιαμάντης στρέφει την προσοχή του στο αγροτικό και το νησιωτικό στοιχείο της Ελλάδας, προσεγγίζει τον απλό άνθρωπο και προσαρμόζει τη γλώσσα του έτσι, ώστε να γίνεται αντιληπτός, έστω κι αν μιλά σε καθαρεύουσα. Μπαίνει στην ουσία της επαρχίας και την παρουσιάζει όπως ακριβώς είναι: αυθεντική, χωρίς προσπάθειες εξωραϊσμού. Έντονο είναι το λαογραφικό στοιχείο, που πηγάζει από την αγάπη του Παπαδιαμάντη για την ύπαιθρο και τούς ανθρώπους της, την αγάπη του για τη θάλασσα και τους θησαυρούς της. Γενικότερα, η ηθογραφία του Παπαδιαμάντη είναι ιδιότυπη, πρωτότυπη και αποκλειστικά δικό του δημιούργημα. Όπως παρατηρεί ο Κώστας Στεργιόπουλος, «η ηθογραφία, ωστόσο, ανοίγεται προς πολλές κατευθύνσεις, ανακατεύοντας τα ηθογραφικά στοιχεία άλλοτε με στοιχεία κοινωνικά, άλλοτε ψυχογραφικά, δημιουργώντας ένα θαυμαστό κράμα, όπου οι λυρικές και οι ποιητικές προεκτάσεις εναλλάσσονται με τους ρεαλιστικούς τόνους».
β) Η θρησκευτικότητα: Οι αρχές της οικογένειας του και γενικότερα η χριστιανική του συνείδηση διαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τα πράγματα. Η πρώτη καλλιτεχνική του έκφραση ήταν η αγιογραφία. Ο ίδιος σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα γράφει «Μικρός εζωγράφιζα Αγίους». Παρότι πέρασε ανεπιτυχώς από το μοναστικό σχήμα στο Άγιο Όρος, έμεινε εντούτοις πάντοτε ένας κοσμοκαλόγερος, αποφεύγοντας ό,τι απομακρύνεται από τις χριστιανικές ηθικές αξίες. Διάβαζε διαρκώς εκκλησιαστικά βιβλία, βυζαντινή μουσική και υμνολόγια. Ο Τέλος Άγρας λέει: «Τι κείμενα αρχαία και τι κείμενα ξένα, τι κείμενα βυζαντινά, εκκλησιαστικά συναξάρια, τροπάρια, ψαλμούς δεν ξέρει αυτός ο άνθρωπος». Αυτή η παιδεία του πέρασε και στο έργο του, καθώς μέσα στα κείμενα του πάντοτε υπάρχουν θρησκευτικές καταβολές, περισσότερο ή λιγότερο άμεσες. Αυτά τα στοιχεία, άλλωστε, έκαναν τους μελετητές να τον χαρακτηρίζουν «τέλειο τύπο του Βυζαντινού ανθρώπου», «κοσμοκαλόγερο των ελληνικών γραμμάτων», «Βυζαντινό αγιογράφο». Σε ολόκληρο το έργο του αναζητά την ηθική τελειότητα, χωρίς όμως να αδιαφορεί για τις ομορφιές της ζωής και τις χαρές της. Βλέπει παντού να υπάρχει ο Θεός: στην τελειότητα γύρω και κυρίως στις καρδιές των ανθρώπων. Η αμαρτία είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση* δεν την επικρίνει, δεν την απορρίπτει. Ξέρει πως σε όλες τις ανθρώπινες πράξεις υπάρχουν δύο δίδυμες, αντίπαλες δυνάμεις, του καλού και του κακού, που άλλοτε στρέφουν τους ανθρώπους στον ορθό κι άλλοτε στο λανθασμένο δρόμο.
«... βάση του χριστιανισμού του αποτελούν η βίωση της αμαρτίας και η πάλη με το κακό και τους πειρασμούς της ζωής. Γιατί ο χριστιανός αυτός είναι ένας χριστιανός «πειραζόμενος»... Ο ηθικός του κόσμος δοκιμάζεται... από τα πάθη του, από τις εισβολές του πονηρού. Γι’ αυτό και ο χριστιανισμός του παραμένει, απ' την αρχή ως το τέλος, «εμπράγματος» · δε χάνεται στη σφαίρα της θεωρίας και των αφηρημένων αναζητήσεων. Περνάει μέσα απ' τη δοκιμασία».
γ) Ο ρεαλισμός: Τα γεγονότα, οι ήρωες, οι καταστάσεις, ο τόπος και συχνά ο χρόνος έχουν σχεδόν πάντοτε ένα έντονο ρεαλιστικό χαρακτήρα. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι απουσιάζει ο υποκειμενισμός από τα στοιχεία των διηγημάτων του ούτε ότι η χρονικότητα στο κείμενο του είναι ξεκάθαρη. «Η κατάργηση της χρονικότητας: Τα χρονικά επίπεδα διαπλέκονται και συμφύρονται, με αποτέλεσμα να μη γίνεται συχνα σαφές ούτε τι ανήκει στο παρελθόν, τι στο παρόν και τι στο μέλλον» ούτε και βάσει ποιων λογικών σχέσεων μνημονεύονται συγχρόνως στο κείμενο γεγονότα και πράξεις που διαφέρουν τόσο μεταξύ τους ως προς το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν. Η διάσταση του χρόνου ως γραμμικής διαδοχής καταργείται και τη θέση της παίρνει ένα «αιώνιο παρόν», στο οποίο ακινητοποιείται σε αχρονικές μορφές το όλο κίνηση και δυναμισμό γίγνεσθαι».
δ) Η ψυχογραφία: Ο Παπαδιαμάντης δεν φωτογραφίζει τους χαρακτήρες των έργων του, προσπαθεί να μπει στην ψυχή τους, «δεν ζωγραφίζει απλώς, αλλά δημιουργεί ανθρώπους, κοινωνίες, χώρους», σύμφωνα με τον Ν. Τωμαδάκη. Γενικότερα, ο Παπαδιαμάντης λειτουργεί σε δύο επίπεδα καταγραφής:
- το ρεαλιστικό, οπότε γίνεται άριστος ηθογράφος
- το ποιητικό, οπότε γίνεται ψυχογράφος και αναζητά την ανατομία της ανθρώπινης ψυχής.
ε) Η ποιητικότητα: Ο Παπαδιαμάντης αρνείται να συμβιβαστεί με τα δεδομένα της κοινής εμπειρίας. Κι ενώ στην αρχή έλκεται από την αναπαραστατική γραφή, στη συνέχεια αφήνει το έργο του να κατακλυστεί από λυρική ορμή. «Η ποιητικότητα του Παπαδιαμάντη συνίσταται σ' αυτόν τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο θεάται τον κόσμο, τρόπο που κάνει ώστε στο έργο του «τα πάντα να συμβαίνουν σαν να επρόκειτο η πραγματικότητα να αναδυθεί ως νέα κατηγορία»«. Φύσημα του λόγου του, οι παρηχήσεις και η μουσική κίνηση της φράσης, οι νοσταλγικές αναδρομές καταλήγουν να δίνουν σε πολλά διηγήματα του, και όταν ακόμα υπάρχουν ρεαλιστικά στοιχεία, χαρακτήρα ποιητικό».
στ) Χριστιανική παράδοση: η στενή σχέση του Παπαδιαμάντη με την Εκκλησία ( γιος ιερέα, πήγε στο Άγιο Όρος να γίνει καλόγερος, ψάλτης) περνάει στα διηγήματά του, που είναι γεμάτα εκκλησιαστικά χωρία, θρησκευτικά θέματα. Η γλώσσα του είναι επηρεασμένη από τη βυζαντινή υμνογραφία, ενώ όλο το έργο του αποπνέει τη βαθιά και αγνή θρησκευτικότητα των απλών ανθρώπων.
ζ) Γλώσσα: η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι η καθαρεύουσα, το όργανο της τότε ελληνικής πεζογραφίας. Τη χρησιμοποιεί για την ακριβολογία της και για το πλούσιο λεξιλόγιό της. Όμως, ο συγγραφέας δεν απομακρύνεται τελείως από τη γλώσσα του λαού του. Οι διάλογοι των απλών ανθρώπων αποτυπώνονται στη δημοτική και μάλιστα στην τοπική διάλεκτο. Ενώ και στην αφήγηση περνούν λέξεις δανεισμένες από τη δημοτική.
η) Σκιάθος. Το υλικό των διηγημάτων του το παίρνει από τη ζωή του στο αγαπημένο του νησί. Τα παραμύθια, τις ιστορίες που άκουσε από τους μεγαλύτερους, τα δικά του βιώματα, αυτά νοσταλγεί και αυτά μεταπλάθει σε αφηγηματικό υλικό.
ι) Φυσιολατρεία. Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες φυσικού κάλλους, οι λυρικές περιγραφές φυσικών τοπίων, η αίσθηση της ελευθερίας και της ευδαιμονίας που χαρίζει η ελληνική φύση.
κ) Νοσταλγία για το παρελθόν- αρνητική στάση απέναντι στην εξέλιξη. Αθεράπευτα ρομαντικός, επηρεασμένος και από τα εκκλησιαστικά διαβάσματά του, τίθεται αντίθετος σε κάθε ξενόφερτο στοιχείο που φοβάται ότι θα αλλάξει το χαρακτήρα της ζωής μας. Η ζωή στην πόλη τον πνίγει και επιθυμεί την επιστροφή του στο νησί.

Τα πρόσωπα



1. Ο νεαρός βοσκός
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει το κείμενο, ο βοσκός:
- είναι ένας δεκαοχτάχρονος νέος, ωραίος, αναλφάβητος και ευτυχισμένος, ζώντας φυσική ζωή·
- ζει ελεύθερος στη φύση (στα βουνά και στη θάλασσα), όπου νιώθει κυρίαρχος και απολαμβάνει όσα του προσφέρονται (από καρπούς έως το «όνειρο»)·
- είναι φτωχός, ολιγαρκής και αυτάρκης, ζώντας με όσα εξασφαλίζει απευθείας από τη φύση και από το μοναστήρι·
- στο χώρο του νιώθει ελεύθερος και ανεξάρτητος, χωρίς τις δεσμεύσεις του πολιτισμού και των νόμων·
- έχει συναίσθημα ευθύνης απέναντι στο κοπάδι του αλλά και τρυφερότητας για την αγαπημένη του κατσίκα·
- τέλος, χαρακτηρίζεται στις ερωτικές του αντιδράσεις μάλλον από συστολή και αγνότητα, ενώ σε καίριες στιγμές δεν εκτρέπεται, αλλά ακολουθεί τις χριστιανικές ηθικές αρχές του.

2. Ο ώριμος αφηγητής
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει το κείμενο, η προσωπικότητα του ώριμου αφηγητή διαγράφεται έτσι:

α. Πνευματική συγκρότηση
Ο αφηγητής της ώριμης ηλικίας έχει θρησκευτικές πνευματικές (και ηθικές) καταβολές (η θρησκευτική του παιδεία στάθηκε αποφασιστική για τη συγκρότηση της προσωπικότητάς του)· στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον πνευματικό του εξοπλισμό με ανώτατες (κοσμικές) σπουδές.

β. Επαγγελματική και οικονομική κατάσταση
Επαγγελματικά νιώθει αποτυχημένος, επειδή είναι απόλυτα εξαρτημένος από τον προϊστάμενό του και δεν έχει προοπτική για εξέλιξη και για βελτίωση της θέσης του, ενώ η θέση του δεν του παρέχει οικονομική άνεση και τα οικονομικά του είναι περιορισμένα. Εξάλλου, έχει ελάχιστα δικαιώματα και πολύ στενό πεδίο δράσης ως εργαζόμενος.

γ. Συναισθηματική κατάσταση
Ο αστικός τρόπος διαβίωσης και εργασίας τον κάνει να ασφυκτιά και να νιώθει καταπιεσμένος μέσα στο χώρο της εργασίας. Γενικά νιώθει απογοητευμένος από τη ζωή του και ταπεινωμένος ειδικά στο χώρο της εργασίας του, αφού είναι αναγκασμένος να υπηρετεί τον εργοδότη του. Αλλά και γι' αυτόν, που τον υπηρετεί με δουλοπρέπεια, αισθάνεται μίσος, παρόλο που είναι προστάτης και ευεργέτης του. Τα μόνα ευχάριστα συναισθήματα είναι εκείνα που του δημιουργούν οι αναμνήσεις από το ωραιοποιημένο παρελθόν του ποιμενικού βίου μέσα στο φυσικό περιβάλλον και η ανάμνηση του νεανικού του «ονείρου».

δ. Απόψεις
Ο αφηγητής της ώριμης ηλικίας έχει απόψεις διαμορφωμένες κάτω από την επιρροή της θρησκευτικής του παιδείας. Η στάση του απέναντι στις γυναίκες είναι υποτιμητική, καθώς τις θεωρεί όλες απογόνους της Εύας, που στάθηκε το αίτιο και ο φορέας του προπατορικού αμαρτήματος. Ως προς τον τρόπο ζωής εξιδανικεύει τον ποιμενικό και το μοναχικό τρόπο ζωής μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Τέλος, υποτιμά και την αξία των γραμμάτων, που τα θεωρεί εμπόδιο για τη σωτηρία της ψυχής.

ΟΙ «ΑΡΝΗΤΕΣ» ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ



  Υπάρχει όμως, όπως πάντα..., και η άλλη πλευρά για το έργο του σκιαθίτη πεζογράφου.
  Ο Κ.Θ. Δημαράς στην Ιστορία του διαθέτει τρεις σελίδες για το μεγάλο αυτό πεζογράφο:
  [...] Την έμπνευση και το βίωμα του Παπαδιαμάντη τα σημαδεύει χαρακτηριστικά το θρησκευτικό στοιχείο. Είχε μέσα στο αίμα του την εκκλησιαστική παράδοση [...] Τα διηγήματά του είναι γεμάτα αναμνήσεις από εκκλησιαστικές τελετές και μορφές θρησκευόμενες· η θρησκευτικότητά του πάντως δεν ξεπερνάει την απλή ευλάβεια -απλή και κάποτε χαριτωμένα απλοϊκή- την προσήλωσή του στο εκκλησιαστικό τυπικό και την πιο στενή αντίληψη της παράδοσης. Είναι συντηρητικός· το θρησκευόμενο Βυζάντιο σε στιγμές παρακμής. Μίσος για τους Φράγκους, αποστροφή για κάθε νεωτερισμό· τη στάση αυτήν ξαναβρήκαμε σε αξιόλογη μερίδα των λογίων που έδρασαν στον ύστερο ρομαντισμό. [...]
   [...] Άμα διαβάσει κανείς ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, θέλγεται και από το υλικό και από το παρουσίασμα· άμα διαβάσει δύο η εντύπωση ελαττώνεται· άμα διαβάσει κανείς πολλά η αγαθή εντύπωση σβήνει όχι μόνο εξαιτίας της μονότροπης τεχνικής, αλλά γιατί ξαναβρίσκει συχνά τα ίδια θέματα, τα ίδια μοτίβα: ούτε εξέλιξη ούτε καν ανανέωση. Ένας κόσμος κλειστός, ευχάριστος στην πρώτη επαφή και αποπνικτικός στη διάρκειά του. Εξάλλου ολόκληρο το πεζογραφικό έργο του Π., αν εξαιρέσει κανείς τις πρώτες του μυθιστορηματικές δοκιμές, το σημαδεύει απόλυτα αναμελιά, αντίθετη με κάθε νόημα τέχνης. Ύφος, έκφραση, γλώσσα σχεδόν τυχαία· καμιά επίτευξη στην κατεύθυνση αυτή. Η παρεμβολή του αφηγητή γίνεται βαριά και αδέξια. Ψυχρά λογοπαίγνια, αναφορές σε περιστατικά που πρόκειται να επακολουθήσουν, πρωθύστερα, παρενθέσεις, αποσιωπητικά, επιφωνήματα, όλες οι ουλές όσες αφήνει στο λόγο η προχειρογραφία, ξαναβρίσκονται αδιάκοπα στο έργο του. [...] Τα επιρρήματα παρουσιάζονται συχνά στην τύχη· τα επίθετα είναι φτωχά και συμβατικά ή τόσο σπάνια και εξεζητημένα, που μένουν χωρίς απήχηση στο μυαλό του αναγνώστη. [...]
   [...] Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός είδους προπαρασκευή· η γενιά που τιμούσε τον Σουρή για μεγάλο ποιητή επόμενο ήταν να τιμήσει για μεγάλο πεζογράφο τον Παπαδιαμάντη: το νόημα της τέχνης υπάρχει μόνο στην άλλη παράταξη, που μοχθεί για να δημιουργήσει, που παλεύει ανεβαίνοντας αργά ανάμεσα στην αδιαφορία του κοινού και στην αποδοκιμασία των λογίων [...]
   Ο Λίνος Πολίτης, που είναι θετικός για το έργο του Παπαδιαμάντη, σημειώνει:
   [...] Η αρνητική κριτική επεσήμανε τη χαλαρή σύνθεση των διηγημάτων του, την απουσία ενός σχεδίου, την έλλειψη βούλησης καλλιτεχνικής. Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι παρατηρήσεις αυτές είναι σωστές· η έλλειψη όμως της συνθέσεως οφείλεται τις περισσότερες φορές στο χαρακτήρα της νοσταλγίας και του ρεμβασμού· οι ιδέες αδέσμευτες από ένα προκαθορισμένο σχέδιο, ακολουθούν την πορεία του ρεμβασμού -και η έλλειψη αυτή της δέσμευσης αποτελεί μιαν αρετή και μια γοητεία.      
   [...] Από την πληθωρική παραγωγή του Π. πρέπει να αποκλείσομε πολλά διηγήματα που μόλις φτάνουν ή ξεπερνούν το μέτρο. [...]
  (Ιστορία της ν.ε. λογοτεχνίας, 1978, σ. 204-205)
   Ο Αγγ Τερζάκης, ένας στοχαστής ιδιαίτερα μετρημένος στις κρίσεις του, κάνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
  [...] Το ύφος του Π., δίχως να είναι βέβαια το ηθελημένα σπασμωδικό των μεταγενέστερων εμπρεσιονιστών ζωγράφων, δεν είναι ούτε και το στρωτό «κλασικό» των συγχρόνων του. Δεν είναι στυλίστας ο Π. κι' αυτό ίσως φανεί βέβηλη αντίφαση για πολλούς προσκολλημένους τυφλά στα ταμπού της νεότερης πνευματικής μας ζωής. Δημιουργεί ατμόσφαιρα συχνά, υποβάλλει, συγκινεί, κι αυτά βέβαια είναι κάποια από τα γνήσια γνωρίσματα του ωραίου ύφους. Μα υπάρχει και σωρεία από αφηγήματά του που δεν διαβάζονται καν, μ' όση καλή θέληση κι αν εξαντλήσει γι' αυτό κανένας. Το ύφος του δεν είναι αξία ενιαία, αυθύπαρκτη, καθολική. Το ψυχικό άρωμα είν' εκείνο που δίνει γοητεία στα έργα του, το περιεχόμενο δηλαδή σε πείσμα της μορφής τους. Οι εξαιρέσεις, όπως το «Όνειρο στο κύμα» είναι λιγοστές. [...]
  («Νέα Εστία», 1941, σ. 5)