Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

To αυτοβιογραφικό στοιχείο στο «Αμάρτημα της μητρός μου»



To αμάρτημα της μητρός μου»
    Το διήγημα έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, γεγονός που επαληθεύεται από πολλά στοιχεία του περιεχομένου και της μορφής του έργου. Τα πρόσωπα που αναφέρονται είναι τα πραγματικά πρόσωπα της οικογένειας του Βιζυηνού. Η ιστορία που αφηγείται είναι η οικογενειακή του ιστορία, στην οποία ε-ντοπίζουμε στοιχεία των παιδικών και νεανικών του χρόνων, εφόσον ο αφηγημένος χρόνος εκτείνεται σε διάστημα είκοσι οχτώ περίπου ετών. Όλα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα:
   - ο αριθμός των μελών της οικογένειας και τα ονόματά τους
   - τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή ολόκληρης της οικογένειας (ο θάνατος του πατέρα, ο θάνατος της Αννιώς)
   - γνωστά περιστατικά της ζωής του αφηγητή (ο ξενιτεμός του, η παραμονή του στην Πόλη, το ταξίδι στην Κύπρο, η δεύτερη μετάβασή του στην Πόλη).
   Άλλα στοιχεία που δίνουν στο κείμενο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα είναι τα εξής:
   - η πρωτοπρόσωπη αφήγηση
   - η κρητική αντωνυμία «μου» του τίτλου
   - η συνωνυμία αφηγητή και συγγραφέα (Γιωργής - Γεώργιος Βιζυηνός)
   - η αμεσότητα της αφήγησης
   - η εσωτερική εστίαση
   - ο δραματοποιημένος αφηγητής
    Παρά τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, πρέπει να τονιστεί ότι σκοπός του Βιζυηνού δεν είναι να γράψει την αυτοβιογραφία του, αλλά μέσω του βιωματικού υλικού να διεισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή και να δώσει την εικόνα του ανθρώπινου δράματος. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Στεργιόπουλος «Σκοπός του δεν είναι να αυτοβιογραφηθεί και να αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου. Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από το ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίκτυπο πάνω σε όλους».

Λογοτεχνικές Περίοδοι


Γεώργιος Βιζυηνός


Γέννηση – Καταγωγή - Οι κυριότεροι σταθμοί της ζωής του
Τα διηγήματά του - Το αυτοβιογραφικό υπόβαθρο


   1. Γέννηση – Καταγωγή
   Ο Γεώργιος Μ. Βιζυηνός (1849-1896), ποιητής και πεζογράφος, γεννήθηκε σε μια κωμόπολη της ανατολικής Θράκης, τη Βιζύη (ή Βιζώ ή Βίζα), μια όμορφη μικρή πόλη με ιστορικό παρελθόν. Η μητέρα του, η Δεσποινιώ, καταγόταν από μια πόλη στη Μαύρη Θάλασσα. Ο πατέρας του, ο Μιχαήλος, παντρεύτηκε τη Δεσποινιώ το 1844 και απέκτησε μαζί της πέντε παιδιά, το Χρηστάκη, την Άννα, τον Γιωργή (αργότερα Γεώργιο Βιζυηνό), την Αννιώ και τον Μιχαήλο που γεννήθηκε το 1854, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα του.

Βιζύη στο δείκτη Α
   2. Οι κυριότεροι σταθμοί της ζωής του
   Στο Δημοτικό της Βιζώς: όταν (δεν) μάθαινε να λέει τη μηλιά «μηλέα»
   Στην Πόλη σε ραφτάδικο
   Στην Κύπρο για κληρικός
   Στο Φανάρι, ιεροσπουδαστής στη Θεολογική σχολή της Χάλκης – Γνωριμία με τον τυφλό Φαναριώτη ποιητή Ηλία Τανταλίδη και τον μελλοντικό ευεργέτη του Γεώργιο Ζαρίφη
   Στην Αθήνα - Γυμνάσιο Πλάκας - Βραβεύσεις- Φιλοσοφική Σχολή
   Σπουδές στη Γερμανία (Γκαίτινγκεν, Λειψία)
   Στο Παρίσι (1882)à Στο Λονδίνο (1883), όπου έγραψε τα περισσότερα διηγήματά του
   Στην Αθήνα - ψύχωση με ένα μεταλλείο στην Α. Θράκη
   Σφοδρός έρωτας για τη Μπετίνα Φραβασίλη
   Εγκλεισμός στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο
   Θάνατος από «προϊούσα γενική παράλυση».

   3. Τα διηγήματά του
   Έγραψε οκτώ διηγήματα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα:
   Το αμάρτημα της μητρός μου(1883), Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως (1883), Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου (1883), Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας(1884), Πρωτομαγιά(1884), Το μόνον της ζωής του ταξείδιον(1884), Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα (1885) και Ο Μοσκώβ- Σελήμ (μετά το 1886, ίσως το 1895).

4. Το αυτοβιογραφικό υπόβαθρο
Τα περισσότερα διηγήματα του Βιζυηνού έχουν αυτοβιογραφικό υπόβαθρο, επιλογή η οποία δεν θεωρήθηκε «μυθοπλαστική αδυναμία», αλλά αποδόθηκε ψυχολογικά:
-   στην υπερβολική ευαισθησία του,
-     στην προσπάθειά του να «συντηρήσει» το παρελθόν αναζητώντας τον εαυτό του,
-   στην ενδόμυχη ευχαρίστησή του να μιλά για τον εαυτό του και στην ανάγκη του να δώσει πραγματολογική διάσταση και ρεαλισμό στη διήγησή του.
Σκοπός του «δεν είναι να αυτοβιογραφηθεί και ν’ αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου».

Η Δεσποινιώ στο «Αμάρτημα της μητρός μου»



   Στο διήγημα παρακολουθούμε τις απελπισμένες αλλά μάταιες προσπάθειες της μητέρας του συγγραφέα Δεσποινιώς να σώσει την άρρωστη κόρη της, την Αννιώ, η οποία τελικά πέθανε, και την υιοθεσία διαδοχικά δυο άλλων κοριτσιών. Συγχρόνως τη βλέπουμε να συμπεριφέρεται με προκλητική σχεδόν αδιαφορία στα υπόλοιπα παιδιά της, ενώ μόνο στο τέλος μαθαίνουμε πως όλες οι ενέργειές της απέρρεαν από τις ενοχές που τη βασάνιζαν, επειδή η ίδια είχε στο παρελθόν, άθελά της, καταπλακώσει στον ύπνο της ένα από τα παιδιά της, το πρώτο της κορίτσι, και είχαν ως στόχο την εξιλέωσή της, κάτι που θα εκμυστηρευτεί στο Γιωργή, το γιο της, στο τέλος του διηγήματος.
    Ο Βιζυηνός, σ’ αυτό το αυτοβιογραφικό διήγημα - ψυχόδραμα, παρουσιάζει τη μητέρα του σαν ένα τυπικό δείγμα γυναίκας της εποχής του. Η ίδια φαίνεται να έχει αποδεχτεί το ρόλο της, είναι υποταγμένη στις δεσμεύσεις της εποχής της, αλλά μετά το θάνατο του άνδρα της θα αποδείξει το δυναμικό της χαρακτήρα, θα ξεφύγει από τις απαγορεύσεις που ο τόπος και ο χρόνος της επέβαλλαν, και θα δουλέψει δυναμικά για να μεγαλώσει τα υπόλοιπα παιδιά της, χωρίς να εγκαταλείπει ούτε για μια στιγμή την απελπισμένη της προσπάθεια για εξιλέωση. Όταν θα αρρωστήσει βαριά η μικρή της Αννιώ (που της έχει δώσει το όνομα του μωρού που αθέλητα σκότωσε), θα επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις της για να τη σώσει. Αν και θρησκόληπτη, δέχεται τη συνδρομή και της μαγείας για την αντιμετώπιση της ασθένειας της Αννιώς. Απέναντι στα παιδιά της η συμπεριφορά της φαίνεται εξαρχής προκλητική: από τη μια δείχνει μια μονοδιάστατη εμμονή απέναντι στο άρρωστο κορίτσι και από την άλλη μια διαρκώς εντεινόμενη αδιαφορία απέναντι στα αγόρια. Όταν η κατάσταση της Αννιώς επιδεινωθεί, θα βρεθεί μαζί με το άρρωστο κορίτσι και τον αφηγητή μας, το μικρό Γιωργή, στην εκκλησία που θα αποτελέσει το τελευταίο της καταφύγιο. Στη προσευχή της ο αναγνώστης υποψιάζεται πως κάτι κρύβεται στο παρελθόν της, αλλά ο μικρός Γιωργής το μόνο που καταλαβαίνει είναι η αδιαφορία της μητέρας του γι’ αυτόν. O Γιωργής ακούει «απαρατήρητος» την προσευχή της· η ίδια αγνοεί ότι ο γιος της την άκουσε (έχουμε εδώ μια χαρακτηριστική περίπτωση απάλειψης μιας κρίσιμης πληροφορίας, μιας «παράλειψης» όπως την ορίζει ο Genette, της πληροφορίας που αφορά στο αμάρτημα της καταπλάκωσης του μωρού της στο παρελθόν).
   - Πάρε µου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καὶ ἄφησέ µου τὸ κορίτσι. Τὸ βλέπω πῶς εἶνε γιὰ νὰ γένῃ. Ἐνθυµήθηκες τὴν ἁµαρτίαν µου καὶ ἐβάλθηκες νὰοῦ πάρῃς τὸ παιδί, γιὰ νὰ µὲ τιµωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
   Μετά τινας στιγµὰς βαθείας σιγῆς, καθʹ ἥν τὰ δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπὶ τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καὶ ἔπειτα ἐπρόσθεσεν
- Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά µου στα πόδια σου... χάρισέ µου τὸ κορίτσι!
   Η μητέρα το Θεό που πριν έβλεπε ως σωτήρα- αφού ήρθε στην εκκλησία ζητώντας τη βοήθειά του- τώρα τον βλέπει ως τιμωρό, γεγονός που δείχνει τον ενοχοποιημένο ψυχισμό της. Αυτό το αίτημά της προς το Θεό είναι ένα νέο αμάρτημα, αφού διασαλεύει την ηθική τάξη και αντιτίθεται πλήρως προς το μητρικό πρότυπο της ισόμετρης και αδέκαστης αγάπης προς όλα τα παιδιά. Άλλωστε σ’ αυτό το αμάρτημα εμπεριέχεται και το συστατικό στοιχείο της επιθυμίας που το καθιστά σημαντικότερο από το πρώτο, τον ακούσιο φόνο του μωρού της.
   Αυτή η ακατονόμαστη μητρική επιθυμία -που γίνεται ακόμη πιο τρομερή καθώς εκφέρεται υπό τύπον προσευχής- με άλλα λόγια η εθελούσια από τη μάνα προσφορά του ανήλικου αγοριού ως «ανθρωποθυσία» στον Θεό - αν ειδωθεί σε ένα βαθύτερο επίπεδο ψυχολογικής ανάλυσης, επιχειρεί να καταστήσει το μικρό Γιωργή «εξιλαστήριο θύμα» για το παλιό της αμάρτημα· η προσφορά του Γιωργή στο Θεό θα «αναστήσει» -κυριολεκτικά και μεταφορικά- την Αννιώ (μια που η δεύτερη κόρη έχει πάρει, επίτηδες, το ίδιο όνομα με την πρώτη Αννιώ)· ό, τι άκουσε όμως ο μικρός από τα χείλη της μητέρας του ισοδυναμεί γι’ αυτόν με ένα σοκ βίαιου απογαλακτισμού, του βιαιότερου που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, καθώς εισάγει στην ψυχή του παιδιού όχι απλώς την υποψία αλλά τη βεβαιότητα ότι η μάνα του δεν τον αγαπά, αφού επιθυμεί τον αφανισμό του:

Η μητέρα του Γεωργίου Βιζυηνού


    
   H μητέρα του Γ. Βιζυηνού, η Δέσποινα, ήταν από τον Άγιο Στέφανο που βρίσκεται στη Μαυροθάλασσα, στα σημερινά σύνορα Τουρκίας-Βουλγαρίας και ήταν μόλις εννέα μηνών, όταν κατέβηκαν οι πρώτοι Ρώσοι. Η γέννησή της κατά προσέγγιση ορίζεται στο 1827. Τον πατέρα της τον έλεγαν Βασιλικό και τη μητέρα της Πλούμω. Η οικογένειά της ήταν από τις πιο πλούσιες του χωριού. Η Δέσποινα ορφάνεψε πρώτα από τον πατέρα της (εννέα μηνών) και έπειτα από τη μητέρα της (τεσσάρων ετών). Με το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828 βρέθηκε εντελώς έρημη, σε ξένα χέρια, στο χωριό Τζόγγαρα, στο σπίτι του Αρναούτογλου, που ήταν ο πρώτος του χωριού. Τη Δέσποινα τη βρήκε ο πραματευτής Παππουγιωργάκης και την πήρε μαζί του στη Βίζα, όπου και την υιοθέτησε, επειδή έτυχε να είναι άτεκνος.
   Όταν η Δέσποινα έγινε δεκαοκτώ ετών, ο Παππουγιωργάκης την πάντρεψε με τον Μιχαήλο, τον πατέρα του Γ. Βιζυηνού, που ήταν από το Κρυόνερο, μιάμιση ώρα από τη Βίζα.
   Η Δέσποινα έζησε με τον άντρα της περίπου δέκα χρόνια και είχαν πέντε παιδιά, Ο Χριστάκης σκοτώθηκε μεγάλος, η Άννα μωρό, όταν την «πλάκωσε» η μάνα της, ο Γ, Βιζυηνός, η Αννιώ, που πέθανε κι αυτή μικρή, και ο Μιχαήλος που ήταν δυο μηνών, στην κοιλιά της Δέσποινας, όταν πέθανε ο πατέρας του και πήρε έπειτα το όνομά του.
   Το 1885 ήρθε η Δέσποινα στην Αθήνα. Έτυχε να βρεθεί τότε στην Αθήνα τη στιγμή που σταμάτησαν το Γ. Βιζυηνό από το γυμνάσιο, επειδή ήταν με το κόμμα του Τρικούπη. Αργότερα τον έστειλαν στη Σύρο. Η Δέσποινα έμεινε στην Αθήνα ένα χρόνο και γύρισε έπειτα στη Βίζα μαζί με τον Γ. Βιζυηνό. Ήταν μεγάλη της επιθυμία να γυρίσει στο χωριό, γιατί, αφενός, δεν της άρεσε διόλου η Αθήνα και, αφετέρου, γιατί έπληττε. Ο γιος της ήταν πάντα αμίλητος και έγραφε συνεχώς. Θα προτιμούσε, όπως έλεγε, να τον είχε κάνει έναν αγελαδάρη, για να έρχεται στο σπίτι και να της μιλά.
   Η μητέρα του Γ. Βιζυηνού έζησε ως το 1907, δεκαπέντε χρόνια ύστερα από το θάνατο του Μιχαήλου και έντεκα από το θάνατο του Γ. Βιζυηνού, σαν αγία, έχοντας χάσει όλα της τα παιδιά.( Ο Μιχαήλος πέθανε από αποπληξία στις 9 Ιουλίου 1892, Ο Γ. Βιζυηνός πέθανε σε τέσσερα χρόνια, στις 15 Απριλίου 1896, από προϊούσα γενική παράλυση, με φαινόμενα κινητικής αταξίας, ενώ βρισκόταν στο φρενοκομείο (το «Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο» από τις 14 Απριλίου 1892.)
Δρομοκαΐτειο
   Από τα πολλά δάκρυα έχασε το φως της σταδιακά και έζησε δώδεκα χρόνια εντελώς τυφλή κοντά στη νύφη της, Τζιβάνη, και τα εγγόνια της. Επειδή πέρασε περίπου πενήντα χρόνια ντυμένη στα μαύρα, ζήτησε από τη νύφη της, όταν πεθάνει, να τη θάψουν με ανοιχτόχρωμα ρούχα και άσπρο φακιόλι. Ο θάνατός της ήταν ήρεμος. Διατήρησε τα λογικά της ως το τέλος.