Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Κώστας Μπαλάσκας, Παπαδιαμάντης


Ο αφηγητής

Το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» περικλείεται ολόκληρο μέσα σε εισαγωγικά.. Το γράφει δηλαδή κάποιος άλλος από την αρχή ως το τέλος. Ο συγγραφέας απλώς το αντιγράφει και είναι υπεύθυνος μόνο Δια την αντιγραφήν. Αυτό σημαίνει ότι ο συγγραφέας αρνείται την ανάμειξη του σ' αυτή την ιστορία και αποποιείται κάθε σχέση με τον αφηγητή της. Ωστόσο το διήγημα είναι δικό του. Πρόκειται κι εδώ, όπως στον Λουκή Λάρα, για τη συγγραφική τεχνική της πλαστοπροσωπίας, όπου ο συγγραφέας αποδίδει σε κάποιον άλλο τόσο την ιστορία όσο και την αφήγησή της.
Εδώ ο κάποιος άλλος είναι ένας δικηγόρος, που εργάζεται ως βοηθός σε δικηγορικό γραφείο στην Αθήνα. Αφηγείται τη δική του ιστορία, είναι δηλαδή αυτοδιηγητικός και φυσικά μιλάει σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Αν αυτά που λέει εμπεριέχουν (και σε ποιο βαθμό) αυτοβιογραφικά στοιχεία του ίδιου του Παπαδιαμάντη, αν η ίδια η αφηγούμενη ιστορία (ή ο πυρήνας της) είναι εμπειρία και βίωμα του Παπαδιαμάντη ή κάποιου άλλου, που τη μετέφερε στο συγγραφέα, αυτό δεν το ξέρουμε ούτε μπορούμε να το μάθουμε ούτε έχει άλλωστε και ιδιαίτερη σημασία. Αφού το διήγημα είναι του Παπαδιαμάντη, δική του είναι η γραφή, δική του και η τεχνική, επομένως δικά του και τα περιεχόμενα ως προϊόντα της δικής του σκέψης, της δικής του ερμηνευτικής και αφηγηματικής διεργασίας.
Πάντως ο δικηγόρος είτε είναι πραγματικό πρόσωπο είτε προσωπείο (περσόνα) του συγγραφέα, ως αφηγητής είναι διφυής: συνυπάρχει, δηλαδή, σε δύο αφηγηματικούς χρόνους και με δύο αφηγηματικές φωνές: τη φωνή του δικηγόρου και τη φωνή του βοσκόπουλου. Η φωνή του δικηγόρου αντιστοιχεί στον αφηγηματικό χρόνο του παρόντος, ενώ η φωνή του βοσκόπουλου αντιστοιχεί στο αφηγηματικό παρελθόν, στην κυρίως ιστορία. Από μια άλλη άποψη θα μπορούσαμε να δούμε το βοσκόπουλο ως ήρωα αφηγούμενης από το δικηγόρο ιστορίας, να δούμε δηλαδή τη διφυΐα του αφηγητή παράλληλα με τη διπολικότητα του κεντρικού ήρωα, αφού ούτως ή άλλως ο ήρωας ταυτίζεται με τον αφηγητή.

Το διήγημα

Ένας δικηγόρος σαραντάρης, βοηθός στο γραφείο ενός μεγαλοδικηγόρου πολιτευτή στην Αθήνα, αναπολεί τα χρόνια της εφηβείας του στη Σκιάθο. Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Αυτή είναι η πρώτη φράση της αναπόλησής του. Στα δεκαοχτώ του χρόνια ήταν ακόμη τελείως αναλφάβητος, αλλά (όπως διαπιστώνει τώρα) ήταν ευτυχισμένος ζώντας φυσική ζωή. Ύστερα τον πήρε κοντά του ένας γέρος καλόγερος, ο πάτερ Σισώης, του οποίου την ιστορία εγκιβωτίζει συνοπτικά στο πλαίσιο της αφήγησής του. Ήταν δάσκαλος και στα χρόνια της Επανάστασης ήταν μοναχός. Αγάπησε όμως μια Τουρκοπούλα, την έκλεψε από ένα χαρέμι της Σμύρνης, αποσχηματίστηκε, τη βάφτισε, την παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και εργάστηκε ως δάσκαλος. Αφού εξασφάλισε την οικογένειά του, ξαναφόρεσε τα ράσα και ξανάγινε μοναχός στη Μονή του Ευαγγελισμού, στη Σκιάθο.
Ο αφηγητής ως βοσκόπουλο έβοσκε τα κατσίκια της Μονής. Ο πάτερ Σισώης, το 187... του έμαθε γράμματα, η Μονή τον έστειλε ως υπότροφο σε ιερατική σχολή της επαρχίας και έπειτα στη Ριζάρειο της Αθήνας. Ύστερα φοίτησε στη Νομική του Πανεπιστημίου και τελικά στα τριάντα του βγήκε δικηγόρος με τον κατώτερο βαθμό προλύτης. Τώρα (χρόνος γραφής) εργάζεται σ' αυτό το γραφείο, μισεί το αφεντικό του, αισθάνεται σαν σκύλος δεμένος με κοντό σκοινί και γενικά αισθάνεται αποτυχημένος, ζώντας μια ζωή χωρίς νόημα.
Στην πρώτη, λοιπόν, ενότητα ο αφηγητής αυτοσυστήνεται και παρουσιάζει συνοπτικά τη ζωή του τότε, (βοσκόπουλο στα όρη της Σκιάθου) και ευτυχής, και του τώρα, (δικηγόρος στην Αθήνα) και δυστυχής. Την αλλαγή της ζωής του την καθόρισαν ο Σισώης, η Μονή, τα γράμματα, οι σπουδές. Εύκολα βγαίνει ένα πρώτο συμπέρασμα: στη φυσική ζωή βρίσκεται η ευτυχία, άποψη που έμμεσα απαξιώνει τις σπουδές, τα γράμματα, και την πολύπλοκη ζωή πόλης.
Το διήγημα θα μπορούσε να τελειώσει κιόλας εδώ. Όμως ακόμη δεν άρχισε. Η πρώτη αυτή ενότητα είναι εισαγωγική. Αυτά που λέει συνοπτικά εδώ ο αφηγητής, θα τα δείξει και θα τα αποδείξει αναλυτικά καταφεύγοντας στις αναμνήσεις του και ζωντανεύοντας εικόνες της τότε ευτυχίας του που λειτουργούν ως παρηγοριά στη μίζερη τωρινή ζωή του. Ο χρόνος από το τότε της ανάμνησης στο τώρα της γραφής καλύπτει περίπου είκοσι πέντε έτη.
Το διήγημα είναι χωρισμένο από το συγγραφέα σε οκτώ ενότητες και είδαμε ήδη την πρώτη. Στη δεύτερη ενότητα αρχίζει το ταξίδι της μνήμης. Καλοκαίρι του 187..., τελευταίο καλοκαίρι ευτυχίας (πρόληψη). Δεκαοκτάχρονος έφηβος, ωραίος, έβοσκε τα γίδια της Μονής του Ευαγγελισμού. Ανασταίνονται αμέσως τα τοπία, τα τοπωνύμια της Σκιάθου (Ξάρμενο, Πλατάνα, Μέγας Γιαλός, Κλήμα), η κρημνώδης ακτή, η θάλασσα, τα ιστιοφόρα, η τρικυμία, οι άνεμοι, οι θάμνοι και οι αγριελιές, οι λόγγοι, τα φαράγγια, οι κοιλάδες, τα βουνά, οι παραλίες, όλη η φύση, ο κόσμος του - όλα δικά του. Δικά του και τα χωράφια και τα σπαρτά, τ' αμπέλια και τα φρούτα, να κόβει και να τρώει ό,τι θέλει, αφού αυτό δεν είναι κλοπή, είναι θεμιτό. Επιπλέον έχει μισθό από τη Μονή, τσαρούχια και άφθονα ψωμιά. Δεν του λείπει τίποτε. Πλούσιος με τα λίγα και, ευτυχής
Το δικό του βασίλειο ήταν ανοιχτό, όλη η φύση. Όμως είχε γείτονα ένα μικρό άρχοντα λίαν ιδιότροπο, τον κυρ-Μόσχο. Αυτός είχε μεγάλο κτήμα φραγμένο και πύργο χτισμένο. Στην άπλα και την ελευθερία της φύσης έρχεται τώρα ως αντίθεση ο περιορισμός, η κλειστή ζωή και το απαγορευμένο στους άλλους «ιδιόκτητο». Στο λεξιλόγιο της φύσης έρχεται τώρα ως αντίθεση ένα λεξιλόγιο αγοράς: περιουσία, επιχειρήσεις, ταξίδια, να του πωλήσουν, ηγόρασε, περιετείχισε, περίβολος. Ακριβής περιγραφή.
Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζεται η μικρή ανιψιά, θετή κόρη του ιδιοκτήτη κυρ-Μόσχου, η Μοσχούλα, που είναι λίγο μικρότερη από τον ήρωα και όμορφη. Ο αφηγητής περιγράφει τη ζωντάνια και την ομορφιά της χρησιμοποιώντας εικόνες και χωρία από το Άσμα Ασμάτων της Παλαιάς Διαθήκης: Όμορφη είσαι, καλή μου, όμορφη- περιστέρια τα μάτια σου (Β, 15). Ίσως γι' αυτό κι ο μικρός βοσκός είχε ονομάσει Μοσχούλα την πιο όμορφη κι αγαπημένη αίγα του, τη μόνη επώνυμη μέσα στην αριθμητική ανωνυμία του κοπαδιού του.
Το τελευταίο τμήμα της ενότητας περιλαμβάνει ένα πρώτο επεισόδιο. Μια μέρα έμεινε πίσω η κατσικούλα και ο μικρός βοσκός την αναζητάει τρομαγμένος φωνάζοντας τ' όνομα της.
Ακούγοντας το δικό της όνομα η Μοσχούλα-κόρη βγαίνει στο παράθυρο να μάθει τι συμβαίνει. Οι δύο νέοι ανταλλάσσουν λίγα λόγια (μίμηση) που λιγότερα λένε και περισσότερα κρύβουν. Μια άλλη φορά αυτή θα παραξενευτεί που ο βοσκός δεν έχει σουραύλι, αυτός θα παίξει για χάρη της σουραύλι, κι αυτή γι' ανταμοιβή θα του στείλει (πώς;) ξερά σύκα και πετμέζι. Η ενότητα κλείνει σε βουκολικό κλίμα λανθάνοντος ερωτισμού, που διαγράφεται εν είδει πρόληψης.
Η τέταρτη ενότητα αρχίζει με μια έξοχη θαλασσινή περιγραφή-ζωγραφιά, που γρήγορα συνδέεται με τη βουκολική. Ακούγονται ήχοι από το μορμορίζον νερό και τους κωδωνισμούς των τράγων σε μια μαγική ώρα, το δειλινό του Αυγούστου, όταν το σχεδόν ολόγεμο φεγγάρι προβάλλει αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα. Το βοσκόπουλο, αφού ταχτοποίησε το κοπάδι του λαβαίνοντας ειδική μέριμνα για τη Μοσχούλα του που την έδεσε για να μη φύγει, έπεσε στο νερό να πλυθεί, να λουστεί και να κολυμπήσει. Του άρεσε τόσο, που δεν ήθελε να βγει, αν δεν ήταν η έγνοια του για το κοπάδι. Βγήκε κι άρχισε ν' ανεβαίνει το βραχώδη ανήφορο προς τη Μοσχούλα και το κοπάδι του. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε το πλατάγισμα σώματος που πέφτει στο νερό. Ήταν η κόρη-Μοσχούλα που είχε πάει κι αυτή να κολυμπήσει και τώρα έπεφτε στη θάλασσα γυμνή. Το «αρκαδικό» τοπίο συμπληρώνεται με τη λουόμενη γυμνή κόρη και τον σατυρίσκον του βουνού, που μένει ακίνητος, κρύβεται πίσω από ένα σκίνο και κοιτάζει μαγεμένος.
Η πέμπτη ενότητα περιλαμβάνει αφενός το θέαμα της κόρης που κολυμπάει αφετέρου, και κυρίως, την ψυχολογική κατάσταση του βοσκού, που τώρα δεν ξέρει τι να κάνει· αν έβγαινε και συνέχιζε την ανάβαση, θα τον έβλεπε ασφαλώς η κόρη, θα ξαφνιαζόταν, θα τρόμαζε, θα φώναζε, θα τον κατηγορούσε για αθέμιτους σκοπούς. Θα έπρεπε λοιπόν ή να μείνει εκεί κρυμμένος ώσπου να φύγει η κόρη ή να πέσει πάλι στη θάλασσα με τα ρούχα και κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο σε θάλασσα και στεριά να γυρίσει από άλλο μονοπάτι στο κοπάδι του. Αυτό όμως θα ήταν και κουραστικό και χρονοβόρο και επικίνδυνο για την ασφάλεια του κοπαδιού. Έτσι προτίμησε να περιμένει απαρατήρητος και εν συνειδήσει αθώος, αφού όλα έγιναν χωρίς τη θέληση του. Στο μεταξύ κοιτάζει μην μπορώντας να αποφύγει τον πειρασμό. Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα σχολιάζει και αφού προχωρεί σε ποιητική περιγραφή του σώματος, επαναλαμβάνει: Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, από όπου και ο τίτλος του διηγήματος, για τον οποίο όμως προτιμήθηκε η δημοτική διατύπωση. Κοιτάζει μεταρσιωμένος και περιγράφει ζωντανά και έντονα ποιητικά το εφηβικό ερωτικό σκίρτημα.
Στην έκτη ενότητα εντείνονται τα εσωτερικά διλήμματα: από τη μία θα ήθελε να βρεθεί κοντά της από την άλλη να φύγει και να γλιτώσει από τον πειρασμό, αλλά στο μεταξύ δεν χορταίνει να απολαμβάνει το όνειρον το πλέον εις το κύμα. Και ξαφνικά, η κατσίκα του που άρχισε να βελάζει τον ξυπνάει οδηγώντας τον σε άμεση αντίδραση. Η λύση έρχεται απέξω. Ξεχνώντας την κόρη σηκώνεται και κάνει να τρέξει προς την κατσίκα, να της κλείσει το στόμα ή να δει μήπως κινδυνεύει από το κοντό σκοινί με το οποίο την είχε δέσει. Το νέο επεισόδιο εντείνει την αγωνία, θα τον αντιληφθεί η κόρη;
Στην έβδομη ενότητα η πλοκή βαίνει στην κορύφωση και την τελική λύση. Η κόρη τον είδε κι έβγαλε κραυγή φόβου. Φώναξε κι αυτός για να την καθησυχάσει (μίμηση) και συγχρόνως αμφιταλαντεύεται αν πρέπει να βουτήξει και να πάει κοντά της για βοήθεια ή να τρέξει και να φύγει. Εκείνη όμως τη στιγμή, κατά σύμπτωση, εμφανίζεται μια βάρκα, που πλησίαζε. Η κόρη έβγαλε δεύτερη κραυγή μεγάλης αγωνίας και βυθίστηκε στο νερό. Ο βοσκός βουτάει και σπεύδει να τη σώσει. Την παίρνει στην αγκαλιά του γεμάτος αγωνία για τη ζωή της, γεμάτος αυτοθυσία. Αλλά, ενώ δηλώνει τα ευγενικά και ανιδιοτελή του αισθήματα, η ανάμνηση εκείνου του γυμνού κορμιού στην αγκαλιά του δεν παύει να τον ακολουθεί και να τον συνοδεύει από τότε στην άλλως ανωφελή ζωή του. Ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε, έστω για μια στιγμή, να πιάσει με τα χέρια του το ίδιο το όνειρό του(βλ. Παράρτημα, κείμενο 4). Εδώ τελειώνει η ανάμνηση.
Η όγδοη ενότητα περιέχει πληροφορίες και σχόλια του δικηγόρου κατά το χρόνο της γραφής. Ότι δηλαδή η κόρη-Μοσχούλα έζησε, ότι δεν ξέρει τι απέγινε, ξέρει όμως ότι είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλες. Τίποτε ιδιαίτερο. Το ιδιαίτερο και το μοναδικό υπάρχει μόνο στη δική του ανάμνηση. Η Μοσχούλα-αίγα όμως εσχοινιάσθη τότε, θυσία για τη σωτηρία της κόρης, κι αυτός έμαθε γράμματα κι έγινε αυτό που έγινε. Δεν έγινε κληρικός. Άραγε τον απέτρεψε εκείνο το γεγονός; Κι όμως εκείνη η ανάμνηση θα έπρεπε να τον κάνει να γίνει μοναχός και να ζει εν μετάνοια, όπως ο Σισώης που έλεγε: αν ήθελαν να με κάμουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι (ως δάσκαλο δηλαδή). Έξω από το μοναστήρι καραδοκεί ο πειρασμός και η αμαρτία. Η σάρκα είναι αδύναμη και ενδίδει. Έτσι ή αλλιώς ο κλήρος του ήταν το κοντό σκοινί. Όμως οι αναμνήσεις της άλλης ζωής ζουν. Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!... Και το διήγημα κλείνει κυκλικά και νοσταλγικά.   

Γενικές παρατηρήσεις

1. Τότε και τώρα. Η αφήγηση κινείται σε δύο επίπεδα χρόνου. Στο τότε (ανάμνηση) και στο τώρα (γραφή) και ο αφηγητής είναι διπλός, διφυής, όπως και ο ήρωας βέβαια με τον οποίο ταυτίζεται: α) αυτός που βιώνει το γεγονός, β) αυτός που αναπολεί και ξαναζεί το γεγονός με τη μνήμη. Ανάμεσά τους η χρονική απόσταση (πραγματική και αφηγηματική): τότε είναι νεαρός έφηβος, ωραίος, αγράμματος και βόσκει γίδια. Ζει στη φύση και είναι ένα μ' αυτή, ζει ελεύθερος, και τα έχει όλα δικά του. Βιώνει δηλαδή μια παραδείσια διάσταση, στην οποία δεν του λείπει τίποτε και είναι ευτυχισμένος, όπως ο Αδάμ. Ύστερα έρχεται το ερωτικό ξύπνημα, η γυναίκα-Μοσχούλα, ο Σισώης, τα γράμματα, οι σπουδές από το νόμο και το λόγο του Θεού στο νόμο και το λόγο των ανθρώπων για να καταλήξει τώρα δικηγόρος στην Αθήνα, στο γραφείο, βοηθός του αφεντικού, δεμένος με κοντό σκοινί (όπως ο σκύλος, όπως η Μοσχούλα που εσχοινιάσθη) περιορισμένος, εξόριστος, με τα χρόνια να φέρνουν τη φθορά σε μια ζωή δίχως νόημα, με μόνο καταφύγιο πλέον τις αναμνήσεις της ευτυχισμένης(τότε) ζωής, τη νοσταλγία του χαμένου παράδεισου. Στην ανάμνηση η περιγραφική αφήγηση είναι αναλυτική, όλα τ' άλλα δίνονται συνοπτικά με χρονικές ελλείψεις.
2. Η ιστορία του Σισώη. Η εγκιβωτισμένη συνοπτικά ιστορία του Σισώη αποτελεί μικρογραφία της ιστορίας του αυτοδιηγητικού αφηγητή και ήρωα. Το Σισώη, που ήταν μοναχός και διάκονος αλλά και δάσκαλος, τον έστειλαν έξω από το μοναστήρι, στον κόσμο, για να διδάξει. Έτσι γνώρισε την Τουρκοπούλα, την ερωτεύτηκε, την έκλεψε από το χαρέμι, την παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια μαζί της παρατώντας τον μοναχικό βίο. Αργότερα όμως, κι αφού πια εξασφάλισε την οικογένεια του, επέστρεψε στο μοναστήρι προσπαθώντας εν μετάνοια να εξιλεωθεί για το «αγαθοεργό» πάντως αμάρτημά του. Ο ήρωας ζει ως βοσκόπουλο βόσκοντας τα γίδια της Μονής στα όρη και στους γιαλούς της Σκιάθου, αλλά οι μοναχοί τον έστειλαν κι αυτόν έξω, στον κόσμο, να σπουδάσει. Σπούδασε λοιπόν κι έμεινε «στον κόσμο» ακολουθώντας άλλους δρόμους. Στην παλιά του κατάσταση επιστρέφει με τις αναμνήσεις του, κι αυτή είναι η δική του μετάνοια: η νοσταλγία. Στο γενικό αυτό σχήμα θα μπορούσαμε βέβαια να αναγνωρίσουμε τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη, τη ζωή και το έργο του. Γι' αυτό άλλωστε μιλούν για αυτοβιογραφικά και αυτοψυχογραφικά στοιχεία στο διήγημα. Όσο για την ερωτική εμπειρία είτε είναι σε κάποιο βαθμό πραγματική είτε όχι, είναι όμως δική του, έξοχο προϊόν της γραφής του.
3. Η ερμηνεία. Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί βασίζονται κυρίως σε αντιθετικά σχήματα. Μια πρώτη αντίθεση (και ερμηνεία) είναι η αρχική κατάσταση ευδαιμονίας του ανθρώπου (παράδεισος) και κατόπιν η έκπτωση, η εξορία του. Μια δεύτερη ερμηνεία μπορεί να μείνει στην αντίθεση φύση-πολιτισμός, όπου η φυσική ζωή ως αυθεντική συνιστά την ευτυχία, ενώ ο πολιτισμός (γράμματα, παιδεία) καταλήγει σε μια ζωή τεχνητή, ψεύτικη, χάρτινη. Συναφής προς αυτά είναι και η ερμηνεία που τονίζει την αντίθεση χωριό (ύπαιθρο)-πόλη αντιδιαστέλλοντας την απλότητα της ζωής στον ανοιχτό ορίζοντα της υπαίθρου προς την πολυπλοκότητα της αστικής ζωής. Μια άλλη ερμηνευτική εκδοχή θα μπορούσε να τονίσει την αντίθεση εφηβεία-ωριμότητα, που αντιστοιχεί στις συναφείς ευρωστία και ζωτικότητα αφενός, φθορά και συμβατικότητα ή κινητικότητα και στατικότητα αφετέρου, όπως και επίσης ελευθερία και περιορισμός, ανεμελιά και υποχρεώσεις. Όλα τα ερμηνευτικά σχήματα πάντως απορρέουν από και καταλήγουν στο σχήμα της μετάπτωσης από την ευτυχία στη δυστυχία, δηλαδή στο βασικό σχήμα της τραγωδίας, που προϋποθέτει την «ύβρη» του ελληνισμού ή την «αμαρτία» του χριστιανισμού. Άραγε ο έρωτας, τα γράμματα, οι σπουδές συνιστούν ύβρη και αμαρτία; Για την κοσμοθεωρία του Παπαδιαμάντη, ναι, όταν αυτά οδηγούν στην απομάκρυνση από το δρόμο του θεού.
4. Τα πρόσωπα. Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής έχει τα στοιχεία του τραγικού ήρωα. Κατατρύχεται από εσωτερικά διλήμματα (τι δράσω;) και, ενώ δρα θετικά, η αίσθηση του «πειρασμού», του απαγορευμένου καρπού, της αμαρτίας, οι αναστολές και η δειλία ακυρώνουν, τελικά τον κύριο σκοπό της δράσης που είναι η ερωτική συνεύρεση και τον εκτρέπουν προς την ηρωική εξιδανίκευση. Έπειτα, είναι τραγικός, διότι περιπίπτει από την ευτυχία στη δυστυχία, άθελά του και πάντα αθώος εν συνειδήσει. Τραγικός είναι και ο Σισώης ως απολωλός πρόβατο και θύμα του έρωτα. Επιστρέφει όμως, όπως ο άσωτος υιός, στη Μονή της μετανοίας του, για να παίξει, άθελά του, καθοριστικό ρόλο στην απώλεια του ήρωα. Αυτός βέβαια για καλό του του μαθαίνει τα γράμματα, αλλά το αποτέλεσμα διαψεύδει τις προθέσεις του. Η διάψευση έχει το χαρακτήρα της αριστοτελικής περιπέτειας ως εις το εναντίον μεταβολής των πραττομένων κατά το πιθανόν. Στην ίδια πλάνη πέφτουν άθελά τους και οι καλόγεροι της Μονής. Τέλος η Μοσχούλα, άθελά της κι αυτή, μετατρέπεται σε Εύα και συντελεί στην έκπτωση του ήρωα από τον παράδεισό του. Βέβαια αυτή που του στέρησε τον παράδεισο, αυτή τώρα τον βοηθάει να τον ξαναβρεί με τη μνήμη του, γιατί η Μοσχούλα τελικά ήταν το κορυφαίο γεγονός του παραδείσου του τότε.
5. Όνειρο-Πραγματικότητα. Η ανάμνηση, η αναπόληση σε συνδυασμό ίσως με τη φαντασίωση συνιστούν ονειρικές καταστάσεις εν εγρηγόρσει που λειτουργούν συχνά ως φυγή από μια μίζερη και πιεστική πραγματικότητα. Αλλά και η ποιητική βίωση μιας πραγματικής κατάστασης συνιστά υπέρβαση και αναγωγή σε κατάσταση ονείρου με την έννοια της έκστασης και της απογείωσης. Ποιητική είναι η βίωση της εικόνας της κόρης που τόσα χρόνια αργότερα αναπολεί: είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμουν πλέον τα επίγεια.
6. Ποίηση-Πεζογραφία. Αν η ποίηση είναι η απογειωμένη κατάστασή μας, πεζογραφία είναι η προσγειωμένη. Στην προσγειωμένη κατάσταση (πεζογραφία) η γλώσσα περπατάει, βαδίζει. Στην απογειωμένη κατάσταση (ποίηση) η γλώσσα χορεύει. Η πεζογραφία του Παπαδιαμάντη συχνά απογειώνεται, γίνεται ποιητική, η γλώσσα οιστρηλατείται, χορεύει. Τέτοιες ποιητικές καταστάσεις απομόνωσε ο Ελύτης στη μελέτη-ανθολογία του με τίτλο Η μαγεία τον Παπαδιαμάντη. Εδώ, εκτός από τις διάσπαρτες ποιητικές πινελιές, η ποιητική απογείωση του λόγου είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιγραφές της φύσης και της κόρης καθώς τη βλέπει εκστατική να πλέει όνειρο στο κύμα. Ίσως η παραστατική και μαζί ποιητική δύναμη της περιγραφής του συνιστά ένα από τα βασικά στοιχεία της μαγείας του λόγου του.
7. Αυτοχαρακτηρισμός. Το απόσπασμα: Το επ' εμοί ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε ... να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη, ίσως τα λέει όλα. Αυτός είναι ο Παπαδιαμάντης είτε το θέλουν οι μελετητές του είτε όχι. Όμως, αν ο συγγραφέας ανήκει στο έργο του, το έργο του ανήκει στους αναγνώστες. Επομένως ο αναγνώστης δικαιούται να διαμορφώνει γι' αυτό τη δική του άποψη και να τη διατυπώνει, συντελώντας έτσι στη ζωή του έργου, εφόσον το έργο είναι ανοιχτό και ζωντανό, όπως συμβαίνει με το «Όνειρο στο κύμα».


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου