Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Γιώργης Παυλόπουλος, «Τα αντικλείδια» ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ

 
Γιώργης Παυλόπουλος, «Τα αντικλείδια»

1. Αν ό,τι λέμε ποίηση δεν είναι μόνο και τόσο το άθροισμα των εκατομμυρίων ποιημάτων που γράφτηκαν πάνω στη γη, αλλά προπάντων ο ρυθμός που συνέχει τον μέσα και τον έξω κόσμο (το μοναχικό τραγούδι των Μουσών στο προοίμιο της Θεογονίας του Ησιόδου), τότε η τύχη του ποιήματος εξαρτάται από το κατά πόσον αναπολεί και ανακαλεί αυτόν τον κρυφό ρυθμό, που κάποτε γίνεται και ονειρικός εφιάλτης. Ας πούμε λοιπόν πως το κάθε ποίημα είναι ένα βέλος μοναχικό που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου και φαντάζεται πως είναι και μοναδικό σημάδι και σύμβολο, εκείνης της κρυμμένης ποίησης. Αν καθ’ οδόν πολλαπλασιάζεται, τούτο συμβαίνει γιατί ο ποιητής αισθάνεται πως η βολή κάπως και κάπου αστόχησε, και ξαναδοκιμάζει.
Το παράκανα ίσως με τις μεταφορές και τις παραβολές, προσπαθώντας να πω πως Τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου πρέπει πρώτα να ακουστούν μόνα τους: ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο τη ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος. Κι αυτή, νομίζω, είναι πρώτη αρετή τους.
Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια της ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή, 1992, σ. 135-l51
 

2. Τόσο στα Αντικλείδια όσο και στον Αίγο άμμο, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με ποιήματα ποιητικής, τα περισσότερα από τα οποία αποπνέουν την αίσθηση του ανικανοποίητου και του φευγαλέου, του χειροπιαστού -σώματος ή πράγματος- που όμως ξαφνικά εξαϋλώνεται και εξαφανίζεται, από κοντινό και οικείο γίνεται μακρινό και απρόσιτο, από φιλικό γίνεται απροσδόκητα άφιλο ή και εχθρικό ακόμη, κάποτε μάλιστα γίνεται επίβουλα εχθρικό, όπως συμβαίνει συνήθως με το εκάστοτε γραφόμενο -τη στιγμή που γράφεται- ποίημα.
Κώστας Παπαγεωργίου, «Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος», Γράμματα και Τέχνες, ό.π., σ. 29-30.

3. Ας πάρουμε ως πρώτο παράδειγμα το ποίημα του «Τα Αντικλείδια» από την ομώνυμη συλλογή του. Ο Παυλόπουλος γράφει:
Πολλά έχουν γραφεί γι’ αυτό το ποίημα. Αυτό όμως είναι εντελώς φυσικό, γιατί ένα ποίημα που έχει ως θέμα την υφή της ίδιας της ποίησης αναπόφευκτα θα τραβήξει το ενδιαφέρον των κριτικών και θεωρητικών της ποίησης. Αλλά το ποίημα δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα για την φύση της ποίησης που απασχολούν και τον ίδιο τον ποιητή. Οι δυσκολίες γίνονται μεγαλύτερες καθ’ όσον προσπαθούμε να διατυπώσουμε τις ιδέες του ποιητή για τη φύση της ποίησης ανεξάρτητα από το ποίημα. Έτσι πολλοί, στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν τις ιδέες του ποιητή ανεξάρτητα από το ποίημα, έχουν αντιμετωπίσει ερωτήσεις που φαίνονται αναπάντητες. Αν η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, γιατί χρειαζόμαστε αντικλείδια; Αν η ποίηση είναι πόρτα, σε τι είναι πόρτα; Όταν κοιτάμε μέσα, σε τι μέσα κοιτάμε;
Ίσως όμως κάτι μπορεί να καταλάβουμε από το νόημα του ποιήματος χωρίς να απαντήσουμε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Η ποίηση, μας λέει ο ποιητής, είναι μια πόρτα ανοιχτή. Μερικοί συναντούν την πόρτα και την προσπερνούν. Δεν κοιτάζουν για τίποτα, αλλά ούτε και βλέπουν τίποτα. Αυτοί όμως που βλέπουν κάτι και που συναρπάζονται από τη μαγεία του, προσπαθούν να μπουν μέσα - προσπαθούν να δουν περισσότερα. Η πόρτα (η ποίηση) τότε κλείνει και δεν υπάρχει κλειδί γι’ αυτήν. Αναπόφευκτα μερικοί χάνουν όλη τους τη ζωή ψάχνοντας για το ανύπαρκτο κλειδί που θα τους ανοίξει την πόρτα της ποίησης - θα τους επιτρέψει να εννοήσουν τη φύση της. Δυστυχώς ή ευτυχώς, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς, είναι αντικλείδια - δηλαδή, ποιήματα. Με άλλα λόγια, η κατανόηση μας του ποιητικού κόσμου, αυτό που προσπαθούμε να αρπάξουμε με το μάτι μας όταν κοιτάμε μέσα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τα ποιήματα που δημιουργούμε.
Γιώργος Αναγνωστόπουλος, «Γιώργης Παυλόπουλος - Ποιητής ολίγων λέξεων και πολλών ιδεών», Γράμματα και Τέχνες, τεύχ. 83, Φεβρ.-Μάιος 1998, σ. 31-36.
  Παρακάτω όλο το κείμενο...



Enlarge this document in a new window
Publishing Software from YUDU

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου